Οι έρευνες αυτές διεξήχθησαν την περίοδο 2011-2014 και είχαν στόχο να μελετήσουν διάφορες πτυχές της αγοραστικής συμπεριφοράς των ελληνικών επιχειρήσεων. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται ενδεικτικά κάποια ενδιαφέροντα αποτελέσματα που αφορούν στις στάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές των ελληνικών επιχειρήσεων αναφορικά με τις προμήθειες προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον, δηλαδή με τις «Πράσινες»/Οικολογικές προμήθειες. Στις σχετικές έρευνες – τα δείγματα των οποίων ξεπερνούν τις 100 βιομηχανικές επιχειρήσεις –, έγινε προσπάθεια να καλυφθεί η πλειοψηφία των κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας, που περιλαμβάνει τόσο ελληνικές, όσο και πολυεθνικές επιχειρήσεις B2C και Β2Β, διαφόρων μεγεθών, με βάση τον αριθμό των εργαζομένων, δηλαδή μικρές (έως 50 εργαζόμενοι), μεσαίες (50-150 εργαζόμενοι) και μεγάλες (151+ εργαζόμενοι).

Υιοθέτηση οικολογικών προμηθειών
Κατ’ αρχήν είναι θετικό ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών, ενώ το 2011 περίπου το 68% των επιχειρήσεων προμηθεύονταν φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα, το 2014 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 87%. Από τις επιχειρήσεις αυτές, το 92% αγοράζει (όπως φαίνεται στο σχήμα 1) οικολογικές προμήθειες γραφείου (χαρτικά, μελάνια κ.λπ.), καλύπτοντας το 56% των αναγκών τους γι’ αυτό το είδος προϊόντων (σχήμα 2). Παράλληλα, το 80% των επιχειρήσεων – κυρίως μικρές ελληνικές και πολυεθνικές που απευθύνονται σε καταναλωτικές αγορές -, προμηθεύονται οικολογικά υλικά συσκευασίας καλύπτοντας το 48% των αναγκών τους γι’ αυτό το είδος προϊόντων.

Εξάλλου, το 68% των επιχειρήσεων προμηθεύεται οικολογικά είδη φωτισμού και γραφείου, καλύπτοντας το 37% των αναγκών τους γι’ αυτό το είδος προϊόντων, ενώ το 52% των επιχειρήσεων, κυρίως μικρομεσαίες ελληνικές που απευθύνονται σε Β2Β αγορές, προμηθεύεται οικολογικές πρώτες ύλες καλύπτοντας το 28% των αναγκών τους γι’ αυτό το είδος προϊόντων. Μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων, κυρίως πολυεθνικές, προμηθεύονται οικολογικά μεταφορικά μέσα (42% των επιχειρήσεων) και οικολογικά μέσα παραγωγής (40% των επιχειρήσεων), καλύπτοντας ένα μικρό μέρος των αναγκών τους γι’ αυτού του είδους τα προϊόντα (23% και 15% αντίστοιχα).

Γιατί οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε προμήθεια οικολογικών προμηθειών;
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες λόγων υιοθέτησης οικολογικών προμηθειών. Η πρώτη κατηγορία – και πιο σημαντική -, αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος και περιλαμβάνει λόγους όπως την αποτελεσματική διαχείριση αποβλήτων, τη διάθεση ανακυκλώσιμων και επαναχρησιμοποιούμενων συσκευασιών και τη μείωση σημαντικών ρύπων και αερίων.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά στην επιχειρηματική φιλοσοφία και κουλτούρα, καθώς οι οικολογικές προμήθειες αποτελούν μέρος της φιλοσοφίας και στρατηγικής της επιχείρησης, της Ε.Κ.Ε. και της επιθυμίας της επιχείρησης να συνεργάζεται με προμηθευτές που προάγουν την ανάπτυξη και την παραγωγή οικολογικών προϊόντων.

Η τρίτη κατηγορία αφορά στη λειτουργία του μάρκετινγκ, καθώς οι επιχειρήσεις προσπαθούν μέσω της προμήθειας οικολογικών προϊόντων, να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό, να εξασφαλίσουν καλύτερη θέση στο ράφι (κυρίως οι μικρές ελληνικές επιχειρήσεις που απευθύνονται σε καταναλωτικές αγορές) και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των πελατών τους, οι οποίοι γίνονται όλο και περισσότερο ευαίσθητοι σε περιβαλλοντικά θέματα. Τέλος, η τέταρτη κατηγορία περιλαμβάνει κάποιους «ευκαιριακούς λόγους», όπως η αντίδραση στην εφαρμογή πρακτικών «πράσινων» προμηθειών από τους κύριους ανταγωνιστές και η προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής.

Υπάρχουν εμπόδια για την εφαρμογή πρακτικών πράσινων προμηθειών;
Μια ενδιαφέρουσα διάσταση των ερευνών ήταν να εντοπιστούν οι λόγοι που μπορεί να οδηγούν μια επιχείρηση στο να μην προμηθεύεται οικολογικά προϊόντα. Με άλλα λόγια, τι εμπόδια αντιμετωπίζει η επιχείρηση, που την αποτρέπουν από την προμήθεια οικολογικών προϊόντων. Τα εμπόδια αυτά μπορούν να καταταχθούν σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη κατηγορία και την πιο σημαντική εντάσσονται εμπόδια/λόγοι που αφορούν στην αγορά/κλάδο που δραστηριοποιείται η επιχείρηση, όπως:
1. Τα οικολογικά προϊόντα είναι πιο ακριβά και αυτή η άποψη είναι ιδιαίτερα έντονη στις μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε Β2Β αγορές.
2. Δεν υπάρχει ικανοποιητική μεγάλη ποικιλία στους περισσότερους τύπους οικολογικών προϊόντων και αυτόν το λόγο τον προβάλλουν κυρίως κάποιες μεσαίου μεγέθους πολυεθνικές επιχειρήσεις.
3. Δεν έχει προταθεί η παροχή οικολογικών προϊόντων από κάποιο προμηθευτή και αυτό ισχυρίζονται περισσότερο μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε Β2Β αγορές.
4. Δεν υπάρχουν οικολογικοί προμηθευτές στον κλάδο που δραστηριοποιείται η επιχείρηση και αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε Β2Β αγορές.
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται λιγότερο σημαντικοί λόγοι/εμπόδια που αφορούν κυρίως στις αντιλήψεις και απόψεις της διοίκησης της επιχείρησης και τις υποδομές της όπως:
1. Η έλλειψη εμπειρίας στις οικολογικές προμήθειες.
2. Η άποψη ότι η προμήθεια οικολογικών προϊόντων δεν θα βελτιώσει την εικόνα που έχουν οι πελάτες για την επιχείρηση
3. Ο φόβος αποτυχίας του εγχειρήματος από τη διοίκηση
4. Η δυσπιστία της διοίκησης σχετικά με τα οφέλη από τις «πράσινες» προμήθειες
5. Η άποψη ότι τα οικολογικά προϊόντα δεν είναι πιο ποιοτικά.
6. «Πράσινες» προμήθειες και ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.
Συμβάλει στην απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος η εφαρμογή πρακτικών οικολογικών προμηθειών; Το ερώτημα αυτό τέθηκε στους ερωτώμενους και προέκυψε ότι το 54% των επιχειρήσεων θεωρούν πολύ και πάρα πολύ σημαντική την εφαρμογή πρακτικών «πράσινων» προμηθειών για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, ενώ μόλις το 18% τη θεωρεί λίγο ή ελάχιστα σημαντική και το 28% μέτρια σημαντική. Βέβαια, αυτό που παρατηρήθηκε και ήταν απόλυτα αναμενόμενο, είναι πως όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των «πράσινων» προμηθειών που πραγματοποιεί μια επιχείρηση, τόσο πιο σημαντική θεωρεί η ίδια η επιχείρηση την υλοποίηση πρακτικών «πράσινων» προμηθειών ως πηγή δημιουργίας και διατήρησης ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Βέβαια, οι αναλύσεις έδειξαν ότι οι ενέργειες με τις οποίες υλοποιούν πρακτικές «πράσινων» προμηθειών οι επιχειρήσεις και οι οποίες προσδίδουν ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είναι αυτές που αφορούν στις σχέσεις της επιχείρησης με τους προμηθευτές. Φαίνεται ότι όσο περισσότερο μια επιχείρηση προχωρεί στην εφαρμογή ενεργειών με στόχο τον καλύτερο έλεγχο και την αναβάθμιση των σχέσεών της με τους προμηθευτές της, τόσο πιο πολύ πιθανό θα είναι να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της στον κλάδο τον οποίο δραστηριοποιείται.