Η υπόθεση των μετρήσεων για τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση επανέρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, κάτι που έχει συνήθως ως κινητήρια δύναμη τους χαμένους κάθε φορά, οι οποίοι εύλογα επιδιώκουν να ανεβάσουν το μερίδιό τους στη διαφημιστική δαπάνη πέραν αυτού που δικαιολογείται από την καταγραφόμενη από τις σχετικές έρευνες θεαματικότητα ή ακροαματικότητά τους.

Η συνεχής αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα έχει οδηγήσει κάποιους να θεωρούν ότι μια πιθανή λύση είναι η εμπλοκή του κράτους, μέσω του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ) στον συγκεκριμένο τομέα. Για να αιτιολογηθεί η άποψη αυτή, η σχετική επιχειρηματολογία στηρίζεται στο έννομο συμφέρον του δημοσίου λόγω της παρουσίας της ΕΡΤ ως διαφημιζομένου, στην εξέλιξη της τεχνολογίας που επιτρέπει πιο αξιόπιστα συστήματα μέτρησης και στη θεσμική παρουσία του ΕΣΡ, που υλοποιεί τον -κατά το Σύνταγμα- άμεσο έλεγχο του κράτους στην Ραδιοφωνία και την Τηλεόραση.

Τα σχετικά επιχειρήματα έχουν όμως κάποιες προφανείς αδυναμίες. Η ΕΡΤ ως διαφημιζόμενος είναι πολύ μικρός και η παρουσία του -με δεδομένη την τεράστια επιδότηση που λαμβάνει- είναι απολύτως αμφιλεγόμενη στη διαφημιστική αγορά. Το δημόσιο συμφέρον θα εξυπηρετείτο πολύ καλύτερα αν ήταν ένα αμιγώς δημόσιο κανάλι (χωρίς να μπλέκει στη διαφημιστική αγορά) ή αν υπήρχαν καθαροί όροι που να διέπουν την σχετική επιδότηση. Το τελευταίο άλλωστε το οποίο μπορεί να ισχυριστεί το ελληνικό δημόσιο είναι ότι αδικείται σε ό,τι αφορά το μερίδιο της ΕΡΤ στη διαφημιστική αγορά.

Επίσης το δημόσιο ως ο μεγαλύτερος διαφημιζόμενος έχει τη δυνατότητα να θέτει προδιαγραφές όταν αγοράζει σχετικές έρευνες και να πραγματοποιεί ως πελάτης ελέγχους που να αποτρέπουν οποιαδήποτε αμφιβολία κακής προαίρεσης. Δεν το κάνει βεβαίως γιατί επιδιώκει για δικούς του λόγους (διαπλοκής με περιθωριακά ΜΜΕ και στενής κομματικής και πολιτικής συναλλαγής), να μην διευκολύνει τη διαφάνεια στον τομέα αυτόν.

Σε ό,τι αφορά την βελτίωση της τεχνολογίας και τη δυνατότητα πιο αξιόπιστων μετρήσεων, αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να αφεθεί η αγορά να λειτουργήσει. Γιατί ασφαλέστερες και φθηνότερες μετρήσεις σημαίνουν μείωση των αδυναμιών της αγοράς στο συγκεκριμένο τομέα, αφού θα μπορούν να προσφέρονται με μικρότερο κόστος ανταγωνιστικές υπηρεσίες από περισσότερους, περιλαμβανόμενων και μεγάλων διεθνών παικτών, που δεν επηρεάζονται από τα συμβαίνοντα σε μια μικρή αγορά όπως η ελληνική.

Τέλος η εμπλοκή του ΕΣΡ διευρύνει την αρμοδιότητά του σε ένα τομέα στον οποίο δεν έχει καμία δουλειά. Η σχετική απόφαση του πόσα χρήματα θα δώσει το κράτος δεν αφορά στο ΕΣΡ που είναι ελεγκτής, αλλά το δημόσιο ως διαφημιζόμενο, ενώ το πόσα χρήματα θα δώσουν οι ιδιώτες είναι απολύτως δική τους ευθύνη και αναφαίρετο επιχειρηματικό τους δικαίωμα και αν υπάρχει κάποια παράβαση (π.χ. πλασματικά τιμολόγια), υπάρχουν οι αρμόδιες φορολογικές και άλλες αρχές που οφείλουν να το ελέγξουν.
Σε τελική ανάλυση το ελληνικό κράτος στον συγκεκριμένο τομέα έχει επιδείξει παροιμιώδη ιδιοτέλεια (οι εκάστοτε κυβερνήσεις) και το ΕΣΡ παροιμιώδη αναποτελεσματικότητα. Ας κοιτάξουν να κάνουν καλά τις δουλειές που ήδη κάνουν και ας αφήσουν ήσυχο τον ιδιωτικό τομέα να αποφασίζει με τα δικά του κριτήρια τα του δικού του οίκου.