Η επιθετική από πλευράς προγραμμάτων και τηλεθέασης πολιτική που υιοθέτησε ο ΣΚΑΙ στην τηλεοπτική αυτή περίοδο φαίνεται ότι αποδίδει καρπούς. Η μετάπτωση του Mega σε σταθμό επαναλήψεων, με την ευθύνη και των τραπεζών που είναι σε σημαντικό βαθμό οι νέοι ιδιοκτήτες του, θα έπρεπε να ευνοεί συντριπτικά τον ΑΝΤ1, με βάση τα δεδομένα των προηγουμένων ετών.

Η αποφασιστικότητα με την οποία μπήκε ο ΣΚΑΙ στην τηλεοπτική αγορά όμως -με το Survivor κατά κύριο λόγο που είναι μια  ακριβή παραγωγή υψηλού ρίσκου, αλλά και πολύ μεγάλης απόδοσης όπως αποδεικνύεται- του επέτρεψε να κάνει την μεγάλη ανατροπή.

Οι δύο σταθμοί που ανταγωνίζονται σε πολλαπλά επίπεδα –η κίνηση του ΑΝΤ1 π.χ. με το Νίκο Χατζηνικολάου «βγήκε» παραδειγματικά-, είναι οι μεγάλοι ευνοημένοι από την αποτυχία του Νίκου Παππά και της προσπάθειας που έκανε για τον έλεγχο της τηλεοπτικής αγοράς. Γιατί εκεί που ανέμεναν ότι θα είχαν τον ανταγωνισμό δύο νέων καναλιών που θα επένδυαν πολύ φρέσκο χρήμα για να κατακτήσουν υψηλά μερίδια, βρέθηκαν απέναντι στους παραδοσιακούς ανταγωνιστές τους και μάλιστα εξαιρετικά αποδυναμωμένους αφού δεν είχαν προετοιμαστεί για το συγκεκριμένο σκηνικό από πλευράς προγράμματος.

Αυτά όμως συνέβησαν στην τρέχουσα σεζόν. Η επόμενη τηλεοπτική σεζόν είναι μια άλλη ιστορία. Πρώτον γιατί κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί με το Mega μέχρι τότε, το οποίο ως σταθμός επαναλήψεων παρουσιάζει τεράστια ανθεκτικότητα εισπράττοντας πολύ μεγάλα ποσά από διαφημιστική δαπάνη σε σχέση με τα πολύ μικρά σημερινά κόστη του. Αν το Mega επανέλθει με νέα ιδιοκτησία στην επόμενη τηλεοπτική σεζόν και στο παιχνίδι μπει ένα ακόμα κανάλι από τα υπάρχοντα (ας πούμε με αλλαγή ιδιοκτησίας εφόσον η αδειοδότηση θα καθυστερήσει πολύ κατά τα φαινόμενα), τότε το πεδίο θα γίνει τελείως διαφορετικό.

Ταυτόχρονα τα κλασικά τηλεοπτικά κανάλια συνεχίζουν να πιέζονται τόσο από το διαδίκτυο όσο και από την καθυστέρηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Η εσωτερική αγορά, στην οποία απευθύνεται η διαφημιστική δαπάνη είναι βέβαιο ότι θα αργήσει πολύ να ανακάμψει αφού στηρίζεται όχι στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας στο σύνολό της (στο ΑΕΠ δηλαδή), αλλά στο διαθέσιμο εισόδημα. Με την αξιολόγηση να καθυστερεί και την αβεβαιότητα να συνεχίζεται, η φετινή χρονιά έχει ήδη χαθεί, ενώ για αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος (μετά τη συμφωνία για τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα), ούτε λόγος. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 2020 και βάλε για να επηρεάσει σοβαρά την οικονομία και την αγορά.

Συνεπώς ενώ στη φετινή σεζόν ίσχυσε το ρητό «η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς», για την επόμενη τίποτε δεν είναι βέβαιο. Μπορεί θαυμάσια να ισχύσει και το εντελώς αντίθετο…