Οι πρωτοβουλίες αυτές, που έρχονται μετά την παταγώδη αποτυχία της απόπειρας αδειοδότησης των καναλιών εθνικής εμβέλειας μέσω του γνωστού διαγωνισμού (που επανήλθε ως αρμοδιότητα με την απόφαση του ΣτΕ και την συμφωνία στη Βουλή, στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2017), αφορούν πλήθος ζητημάτων.

Συγκεκριμένα έχουν ήδη ανοίξει -χωρίς να κλείνουν- τα μέτωπα των μετρήσεων ακροαματικότητας των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, του μητρώου των διαδικτυακών μέσων, της καταγραφής των κυκλοφοριών των εφημερίδων και περιοδικών, της αγοράς και πώλησης διαφημιστικού χωροχρόνου μέσω κρατικού συστήματος και της κατανομής της κρατικής διαφήμισης στο διαδίκτυο. Αν και το τοπίο των ΜΜΕ είναι πράγματι από πολλές πλευρές προβληματικό – και αυτό είναι μια διαχρονική διαπίστωση -, οι επεμβάσεις της κυβέρνησης, οι οποίες γίνονται μάλιστα από τον υπουργό που είναι υπεύθυνος για τον μηχανισμό της κυβερνητικής προπαγάνδας, δημιουργούν προβληματισμό ακόμα και σε περιπτώσεις που είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένες.

Για παράδειγμα: Στην υπόθεση των μετρήσεων η κυβέρνηση, μέσω του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης, Λευτέρη Κρέτσου, δήλωσε ότι «θα καλέσει άμεσα τη διεθνή εταιρεία μετρήσεων τηλεθέασης, τη Nielsen, προκειμένου να εξεταστεί το σύνολο των εργαλείων που αυτή χρησιμοποιεί, να διερευνηθεί αν υπάρχουν κρούσματα νόθευσης του ανταγωνισμού μεταξύ τηλεοπτικών καναλιών και να εξεταστεί το ενδεχόμενο εισόδου και άλλων παικτών στο τερέν των μετρήσεων». Τώρα πως για θέματα ανταγωνισμού κι ενώ υπάρχουν καταρχήν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι (που έχουν τον πρώτο λόγο) και η αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (Επιτροπή Ανταγωνισμού), αποφάσισε η κυβέρνηση να εμπλακεί με απόλυτη αναρμοδιότητα είναι απορίας άξιον.

Στην περίπτωση των κυκλοφοριών τώρα, η κυβέρνηση διαμηνύει ότι θα θεσπίσει σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης πωλήσεων εφημερίδων και περιοδικών στα σημεία πώλησης (περίπτερα, καταστήματα ψιλικών κ.ά.) για να διαπιστώσει αν υπάρχει νόθευση του ανταγωνισμού, αν δίνονται λανθασμένα στοιχεία στις διαφημιστικές εταιρείες και αν μπαίνουν «καπέλα». Το ότι καπέλα έμπαιναν και πιθανώς μπαίνουν είναι γνωστό, όμως τι δουλειά έχει η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης (προπαγάνδας δηλαδή), σε υποθέσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή των διαφημιστικών εταιρειών, ή της δικαιοσύνης. Το πολύ που θα μπορούσε να κάνει είναι να θεσπίσει νομοθετικά την ανάγκη barcode και κάποιες προδιαγραφές διαφάνειας. Γιατί να έχει δικό της σύστημα παρακολούθησης;

Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει με το σύστημα κρατικού ελέγχου της αγοραπωλησίας διαφημιστικού χρόνου (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο παρελθόν σ’ αυτό). Τι δουλειά έχει να μπλέκεται και να ανακατεύεται η ΓΓΕ με αυτά; Ακόμα κι ο έλεγχος της κρατικής διαφήμισης με εμπλοκή ειδικά της ΓΓΕ, στο πλαίσιο του μητρώου διαδικτυακών μέσων, είναι εξ ορισμού κίνηση που δημιουργεί καχυποψία, αφού κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρχει επιλεκτική αντιμετώπιση των περιπτώσεων.

Δυστυχώς πρακτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. ΔΟΛ, υπόθεση Καλογρίτσα κ.λπ.), κάθε άλλο παρά συνάδουν με το άλλο (λατινικό αυτή τη φορά) ρητό σύμφωνα με το οποίο «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται». Η κυβέρνηση αυτή συνεπώς, με δεδομένο το βεβαρυμένο πρόσφατο ιστορικό της, θα πρέπει στις παρεμβάσεις της στα ΜΜΕ όχι μόνο να έχει καλές προθέσεις αλλά και να τις αποδεικνύει έμπρακτα. Κι αυτό κάθε άλλο παρά διαφαίνεται από τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο τον οποίο σε όλα τα μέτωπα είναι σαφές ότι επιδιώκει να επιβάλει.