Όταν, λοιπόν, η ΕΡΤ μιλά για κέρδη, περιλαμβάνει και τα έσοδα από το ανταποδοτικό τέλος, τα οποία, όπως είναι γνωστό, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Για να είμαστε ακριβείς, τα έσοδα της ΕΡΤ το 2011 ήταν 13 εκατομμύρια ευρώ από διαφημίσεις, 17 εκατομμύρια από διάφορες άλλες δραστηριότητες και 299 εκατομμύρια ευρώ από το περίφημο «ανταποδοτικό» τέλος.

Αν εξαιρέσουμε λοιπόν το «ανταποδοτικό» τέλος, τότε τα πραγματικά αποτελέσματα της ΕΡΤ δεν είναι κέρδη 57 εκατ., αλλά ζημιές ύψους 242 εκατ. ευρώ, οι οποίες μετατρέπονται σε κέρδη λόγω του τεράστιου αυτού τέλους. Και το κρίσιμο ερώτημα το οποίο προκύπτει είναι «σε τι βαθμό αυτό το τέλος είναι πράγματι ανταποδοτικό;».

Εδώ η απάντηση είναι η γνωστή ρήση «πες με μάντη, να σε πω προφήτη». Κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε τι βαθμό το τέλος αυτό είναι ανταποδοτικό, γιατί κανείς δεν έχει προδιαγράψει τι σημαίνει και πώς ερμηνεύεται η ανταποδοτικότητα.

Τα ανταποδοτικά τέλη είναι κάτι το οποίο συνηθίζεται ιδίως στην τοπική αυτοδιοίκηση και αφορά στην προσφορά συγκεκριμένων υπηρεσιών. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, των ανταποδοτικών τελών καθαριότητας, οι σχετικές υπηρεσίες αφορούν στη συλλογή των απορριμμάτων και στον καθαρισμό των δημόσιων χώρων. Μπορεί κανείς λοιπόν να αξιολογήσει ποιες είναι οι υπηρεσίες που προσφέρονται και τι ποσό χρειάζεται για να εκπληρωθούν ορθολογικά.

Στην περίπτωση της ΕΡΤ, όπου το αγαθό είναι εν μέρει ιδιωτικό και εν μέρει δημόσιο, δεν έχει ποτέ γίνει παρόμοια αξιολόγηση. Δεν μπορεί δηλαδή κανείς να ξεχωρίσει τι τμήμα των προσφερόμενων αγαθών αποτελεί κοινωνικό αγαθό (π.χ. η κάλυψη των εργασιών της Βουλής ή η εκπαιδευτική/πολιτισμική αποστολή της δημόσιας τηλεόρασης) και τι αποτελεί ιδιωτικό αγαθό για το οποίο μάλιστα εισπράττονται και οι (πενιχρές) διαφημίσεις της ΕΡΤ.

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να ισχυρισθεί ότι το ιδιωτικό αγαθό στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελείται από προγράμματα που σε ύφος ή περιεχόμενο δεν διαφέρουν σε τίποτε από προγράμματα των ιδιωτικών καναλιών. Το επιχείρημα είναι εύλογο. Αν παρεμφερή προγράμματα χρηματοδοτούνται με ιδιωτικούς πόρους, τότε δεν αποτελούν δημόσιο αγαθό. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί βέβαια ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα δεν παρέχονται επαρκώς από τους ιδιωτικούς σταθμούς και συνεπώς η ΕΡΤ συμπληρώνει την παροχή τους.

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πρόχειρη μόνο παρατήρηση της τηλεοπτικής σκηνής στην Ελλάδα σε σχέση με οποιαδήποτε σχεδόν άλλη χώρα της Ευρώπης δείχνει ότι υπάρχει αφθονία παρεμφερών υπηρεσιών (τηλεοπτικές σειρές, φιλμ, παιχνίδια κ.λπ.) και συνεπώς η κοινωνική προσφορά της ΕΡΤ δεν μπορεί να αξιολογηθεί με κανέναν τρόπο ποσοτικά.

Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε αν η ΕΡΤ έχει κέρδη ή ζημιές και αν το ανταποδοτικό τέλος έχει αντίστοιχη ανταπόδοση ή είναι ένα κενό γράμμα, είναι αν το κράτος –που κατά τεκμήριο εκπροσωπεί τους πολίτες στους οποίους επιβάλλεται το τέλος– με κάποιον τρόπο περιέγραφε εκ των προτέρων και λεπτομερώς τις υπηρεσίες τις οποίες ζητά από την ΕΡΤ. Συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες που να αφορούν πολιτισμό, ενημέρωση κ.λπ., σε ένα πολυετές συμβόλαιο, με συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα προδιαγράφονται και θα αξιολογούνται.

Τότε θα μπορούσαμε πράγματι να μιλάμε για κέρδη της ΕΡΤ. Ως τότε, με δεδομένο ότι πριν λίγα χρόνια το σχετικό τέλος είχε αναιτιολόγητα διπλασιαστεί, κάθε τέτοια συζήτηση δεν είναι μόνο άνευ περιεχομένου. Είναι και προκλητική σε σχέση με την πραγματική κατάσταση της χώρας.