Για πολλά χρόνια, μετά την απαγόρευση της τηλεοπτικής διαφήμισης των τσιγάρων, η υπαίθρια διαφήμιση ήταν το κυρίαρχο μέσο στην κατηγορία αυτή διαφημιζόμενων προϊόντων, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι στη διαφήμιση που αφορά τη δημιουργία εικόνας και αναγνωρισιμότητας, η αφίσα -με το πλεονέκτημα της πολύ μεγάλης συχνότητας- υπερέχει εμφανώς της έντυπης διαφήμισης.

Η ισχυρή παρουσία των προϊόντων καπνού επηρέασε επίσης τη μακροχρόνια στρατηγική και συμπεριφορά των εταιρειών υπαίθριας διαφήμισης. Το γεγονός ότι οι εταιρείες του χώρου είχαν ένα κυρίαρχο πελάτη, ο οποίος αντιμετώπιζε την υπαίθρια διαφήμιση ως κύριο μέσο, δεν διέθετε εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης μεγάλου μέρους του κοινού στόχου του και είχε ήδη -για άλλους λόγους- μια προβληματική δημόσια εικόνα, ώθησε το χώρο της υπαίθριας διαφήμισης σε έναν έντονο ποσοτικό ανταγωνισμό, ο οποίος εξελισσόταν πολλές φορές στα όρια της νομιμότητας ή και πέρα από αυτά.

Στην κατάσταση αυτή συνέβαλε καθοριστικά η νομοθεσία της προ των Ολυμπιακών Αγώνων περιόδου, η οποία σχεδιάστηκε ως προσωρινή, με κυρίαρχο κριτήριο τα συμφέροντα των τότε χορηγών και προσπαθούσε, με μια σειρά από απαγορεύσεις, να προσφέρει στους χορηγούς «ελεύθερη υπαίθριας διαφήμισης» την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και κυρίως τις Ολυμπιακές διαδρομές, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέρος της συμφωνίας της διοργανώτριας πόλης με την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Στο κίνητρο αυτό προστέθηκαν επίσης οι πάγιες αντιδιαφημιστικές εμμονές των υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ και ο υφέρπων λαϊκισμός κάποιων ΜΜΕ, που διακίνησαν με επιτυχία το επιχείρημα ότι οι πινακίδες προξενούν ατυχήματα διότι οι οδηγοί προσκρούουν σ’ αυτές όταν βγαίνουν από το δρόμο (σε αντίθεση για παράδειγμα με τα δέντρα, τις κολόνες φωτισμού ή τα φανάρια που διαθέτουν φαίνεται κάποια μυστηριώδη αύρα, η οποία δεν επιτρέπει στους απρόσεκτους οδηγούς να συγκρούονται μαζί τους, με αποτέλεσμα όταν βγαίνουν από το δρόμο να «στουκάρουν» αποκλειστικά σε διαφημιστικές πινακίδες!!!).

Το αποτέλεσμα ήταν τότε να κηρυχθεί παράνομο μεγάλο μέρος της υφιστάμενης διαφημιστικής υποδομής υπαίθριας διαφήμισης και να οδηγηθούμε -λόγω και της ανυπαρξίας αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών- σε συστημική κυριαρχία της παρανομίας. Έτσι απομακρύνθηκαν από το μέσο αρκετοί διαφημιζόμενοι που είχαν δυνατότητα να προσφύγουν σε άλλα -εναλλακτικά της υπαίθριας διαφήμισης- μέσα και απέφυγαν την εκτεταμένη χρήση της υπαίθριας διαφήμισης άλλοι μεγάλοι διαφημιζόμενοι, που ενδεχομένως υπό ομαλότερες συνθήκες θα την χρησιμοποιούσαν με μεγαλύτερη ένταση.

Στη διάρκεια των επομένων ετών οι υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ «ξέχασαν» ότι η σχετική νομοθεσία ήταν προσωρινή (επιβεβαιώνοντας τη σοφία της ρήσης σύμφωνα με την οποία «στην Ελλάδα ουδέν μονιμότερο του προσωρινού»), όπως «ξέχασαν» να ελέγξουν και τις παρανομίες στις περιοχές αρμοδιότητάς τους. Έτσι η γκρι αυτή περιοχή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας κυριάρχησε και στην πενταετία που ακολούθησε μετά την τέλεση των αγώνων και (για τους λόγους που εξηγήσαμε), αντί η υπαίθρια διαφήμιση να μειώσει το μερίδιο των προϊόντων καπνού στο πελατολόγιό της -αφού η ολοσχερής απαγόρευση ήταν απλώς θέμα χρόνου- να οδηγηθεί να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αιφνιδιαστική (ως προς το χρόνο της τελικής εφαρμογής της), πλήρης απαγόρευση, η οποία ξεκίνησε από την 1η Σεπτεμβρίου, να θέτει πολύ σοβαρές προκλήσεις για τη συνολική πορεία του διαφημιστικού αυτού μέσου στα επόμενα χρόνια.