Εξαιρετικός συνομιλητής, απόλυτα ξεκάθαρος στις τοποθετήσεις του και με βαθιά τεχνοκρατική αντίληψη, ο Δημήτρης Μάρης μίλησε για όλα όσα απασχολούν τον κλάδο της ψηφιακής επικοινωνίας. Στο τραπέζι της συζήτησης τέθηκαν θέματα όπως οι μετρήσεις, η πιστοποίηση, το αγγελιόσημο, ζητήματα δεοντολογίας, πνευματικής ιδιοκτησίας περιεχομένου, ασφαλιστικών και φορολογικών ζητημάτων διαδικτύου, εμπορικής πολιτικής, κριτηρίων ένταξης νέων μελών στην ΕΝΕΔ, στρατηγικής.

Marketing Week: Η πιστοποιημένη μέτρηση στο διαδίκτυο ήταν αναμφίβολα μέγα ζητούμενο για τον κλάδο των ψηφιακών μέσων, αφού αναβαθμίζει σημαντικά την αξιοπιστία του και δίνει απαντήσεις σε βασικά ζητούμενα των διαφημιζόμενων. Υποθέτω πως η δημιουργία και η υιοθέτησή της πέρασε από πολλά στάδια και δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πώς βλέπετε το αποτέλεσμα;
Δημήτρης Μάρης:
Κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι η ΕΝΕΔ έχει τρία χρόνια λειτουργίας, μια περίοδο πολύ δύσκολη και σύνθετη σε κάθε επίπεδο. Στο θέμα των μετρήσεων οι δυσκολίες ήταν περισσότερες, αφού ήδη υπήρχε μια εταιρεία σε αυτό το κομμάτι, η Nielsen, με την οποία συμβαλλόταν κάθε εταιρεία από μόνη της, όχι συλλογικά. Στην πορεία όμως και όσο οι εξελίξεις και η τεχνολογία στην ψηφιακή επικοινωνία προχωρούσαν, εντοπίστηκαν σημαντικά προβλήματα, ενώ και η ίδια η Nielsen αποφάσισε για τους δικούς της λόγους να αποχωρήσει. Και εδώ προέκυψε η ευκαιρία να επιλεγεί πλέον με τεχνοκρατικό τρόπο μια εταιρεία μετρήσεων από μηδενική βάση, με τις εταιρείες-μέλη της ΕΝΕΔ να έχουν λόγο σε αυτή την επιλογή. Τεχνικά δεν ήταν εύκολη διαδικασία, αφού οι ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο internet δεν είχαν ούτε τις γνώσεις, ούτε τις υποδομές, ούτε τα resources ώστε να αξιολογήσουν τέτοιες διαδικασίες αποτελεσματικά και ορθολογικά.

Η τεχνολογία είναι απαιτητική, ενώ οι εταιρείες ήθελαν παράλληλα να αναδιαμορφώσουν και το μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής αγοράς. Τελικά προχωρήσαμε στην επιλογή, ενώ η όλη διαδικασία συνδυάστηκε και με την πιστοποίηση των μετρήσεων. Ο συνδυασμός των τεχνολογιών μετρήσεων και πιστοποίησης είναι πολύ δύσκολος και σύνθετος, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί. To μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο κομμάτι της μέτρησης των mobile συσκευών. Κι ενώ εκείνη την εποχή η μέτρηση αυτή δεν ήταν τόσο σημαντική – αφού δεν είχε εμπορική αξία και δυστυχώς εξακολουθεί να μην έχει -, ωστόσο η ταχύτατη διείσδυση των mobile συσκευών, με το 30-40% του traffic διαδικτύου να προέρχεται πλέον από αυτές, επιβάλλει να ασχοληθούμε με το ζήτημα άμεσα.

Για μένα το κομμάτι της μέτρησης και της πιστοποίησης δεν ήταν αυτοσκοπός, ήταν όμως η αφετηρία ή το κοινό σημείο αν θέλετε, το οποίο θα ένωνε τους εκδότες, θα μας έβαζε στο ίδιο τραπέζι για πρώτη φορά ώστε να βρούμε τα σημεία που συμφωνούμε. Διότι υπάρχουν και ζητήματα, όπως π.χ. η εμπορική πολιτική, στα οποία δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, αφού ουσιαστικά σε αυτά είμαστε ανταγωνιστές. Η συμμετοχή σε ένα θεσμικό όργανο σημαίνει ότι με τα άλλα μέλη είσαι συναγωνιστής για ζητήματα του κλάδου σου, ωστόσο παραμένεις ανταγωνιστής στο καθημερινό επιχειρείν. Εντοπίσαμε λοιπόν το ένα σημείο που συμφωνούμε και το εξελίξαμε, δημιουργώντας ένα «νόμισμα», το οποίο ονομάσαμε «μέτρηση-πιστοποίηση». Αν τα βρούμε σε αυτό, τα άλλα θα έρθουν όσο ωριμάζουν οι συνθήκες, αλλά και εμείς.

Η μέτρηση πιστοποιήθηκε, ωστόσο τα παράπονα δεν σταματούν. Πιστεύετε ότι υπάρχουν κενά που οφείλουν να καλυφθούν ή μήπως τα παράπονα κρύβουν ιδιοτελή συμφέροντα; Λειτουργούν δηλαδή ως άλλοθι αποτυχίας για κάποιους; Τα βασικά παράπονα φαίνεται να εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: Πρώτον, στα κριτήρια εισαγωγής μελών και δεύτερον, στο οικονομικό σκέλος της συμμετοχής.
Δεν συμφωνώ. Δεν θεωρώ ότι αυτά που ακούγονται λειτουργούν ως άλλοθι, πρόκειται για πραγματικά προβλήματα και έχουν να κάνουν με την ολοκλήρωση της μέτρησης και με το τι τελικά αυτή πρεσβεύει. Επειδή έχω συνομιλήσει με αρκετούς εκδότες που ακόμη δεν είναι μέλη της ΕΝΕΔ, μπορώ να σας πω ότι βασικός τους προβληματισμός και απόλυτα δικαιολογημένος είναι το κομμάτι της μέτρησης του mobile. Υπάρχουν digital εκδότες που έχουν κάνει σημαντικές επενδύσεις στο mobile industry και μέχρι σήμερα ενώ μπορούν να μετρήσουν το mobile traffic τους, δεν μπορούν να το έχουν συγκρίσιμο με έναν ανταγωνιστή – μέλος της ΕΝΕΔ, ο οποίος μετράει το mobile traffic ως desktop traffic. Άρα στην πραγματικότητα θα συγκρίναμε μήλα με πορτοκάλια.

Όσα μέλη λοιπόν έχουν επενδύσει στο mobile, σίγουρα θα αισθάνονται αδικημένα. Είναι πολύ λογικό. Το πρόβλημα το έχουμε εντοπίσει και ξεκινήσαμε τις διαδικασίες επίλυσής του, με έναν δύσκολο τρόπο, ο οποίος θα πάρει χρόνο, αλλά και με έναν εύκολο τρόπο, που θα γίνει άμεσα. Πρόκειται όμως για καθαρά τεχνολογικά ζητήματα, τα οποία δεν έχει νόημα να αναλύσουμε αυτή τη στιγμή. Κρατήστε όμως ότι θα υπάρχει μια πλατφόρμα στατιστικών στοιχείων, όπου θα είναι διακριτό το mobile, το desktop κ.α. Κι αυτό θα είναι μεγάλο πλεονέκτημα, αφού έτσι ο διαφημιζόμενος και ο διαφημιστής θα γνωρίζουν την πραγματική ανάλυση των δεδομένων του κάθε site που τους ενδιαφέρει.

Αυτό ωστόσο που θα διαφοροποιήσει την ΕΝΕΔ από εδώ και πέρα, στο κομμάτι των στατιστικών, είναι ότι θα προτάξουμε στις έρευνες τα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων και όχι τα ποσοτικά. Μέχρι σήμερα μετράγαμε π.χ. τους unique users στα sites και φτιάχναμε κατατάξεις. Αυτό πλέον θα αλλάξει, διότι δεν είναι εκεί η ουσία. Η ουσία είναι κυρίως στις ποιοτικές παραμέτρους. Παραμέτρους που θα αναδεικνύουν συνολικά τη δυναμική του κλάδου και δεν θα προάγουν τον κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό, του στυλ «ποιος είναι πρώτος και ποιος δεύτερος». Γιατί σήμερα, με την έμφαση που δίνουμε στα ποσοτικά στοιχεία, οι εκδότες ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας σε μια κούρσα που δεν έχει αντικείμενο.

Όσον αφορά στα κριτήρια εισαγωγής στην ΕΝΕΔ, αλλά και στο κόστος συμμετοχής σε αυτήν;
Θεωρώ ότι τα κριτήρια εισαγωγής στην Ένωση είναι τα απολύτως minimum που θα μπορούσαν να τεθούν, αυτά που εξασφαλίζουν απλά ότι υπάρχει ένας στοιχειώδης επαγγελματισμός σε κάθε εταιρεία μέλος. Να έχει δηλαδή αυτή μια συγκεκριμένη εταιρική δομή και μία στοιχειώδη στελέχωση. Όσον αφορά στο οικονομικό σκέλος, ούτε τα 2000 ευρώ για τα μη πλήρη μέλη, ούτε τα 5000 ευρώ για τα πλήρη μέλη, δεν είναι ευκαταφρόνητα ποσά. Ωστόσο εάν θέλεις να συμμετέχεις σε ένα θεσμικό όργανο και να έχεις κάποιο ρόλο, αλλά και λόγο σε αυτό, προφανώς και θα πρέπει να καταβάλεις το αντίστοιχο τίμημα. Ο σκεπτικισμός που εμφανίστηκε σε αυτές τις παραμέτρους πιστεύω ότι ξεκινούσε από το γεγονός ότι στο ξεκίνημά της η ΕΝΕΔ δεν προσέφερε ένα «ολοκληρωμένο προϊόν» στα μέλη, κάτι που πλέον σταθερά αλλάζει. Και αλλάζει ουσιαστικά. Γι’ αυτό πιστεύω ότι στο εγγύς μέλλον θα μπουν στην ΕΝΕΔ σχεδόν όλοι οι εκδότες.


Διαφημιζόμενοι και διαφημιστές εκτιμούν ότι οι εκδότες πρέπει να εισέλθουν και στο ποιοτικό παιχνίδι και να μην μένουν μόνο στο ποσοτικό. Υποστηρίζουν δηλαδή ότι θα πρέπει οι εκδότες να εστιάσουν στο περιεχόμενο και στο ποιοτικό διαφημιστικό περιβάλλον και όχι να διαπραγματεύονται μόνο με βάση τα στατιστικά στοιχεία, τις επισκεψιμότητες και τα νούμερα. Τι απαντάτε;
Εδώ υπάρχει έντονη υποκρισία, επιτρέψτε μου να πω. Οι ίδιοι που λένε ότι πρέπει να επενδύσουμε στην ποιότητα, είναι εκείνοι που επενδύουν μαζικά στην ποσότητα του Google και του Facebook, για τα οποία κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι προσφέρουν ποιοτική διαφημιστική προβολή. Κι όμως το 80% του online spending πάει στο Google και στο Facebook. Πιστεύω ότι οι παραδοσιακοί εκδότες, αλλά και οι περισσότεροι digital εκδότες, προσφέρουν ποιοτικό περιεχόμενο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μπορούμε να αγνοήσουμε αυτές τις απόψεις, αλλά να τις παρακολουθούμε και να ανταποκρινόμαστε σε αυτές στο βαθμό του εφικτού και του ορθολογικού. Άλλωστε σας είπα ότι πρέπει πλέον και εμείς ως ΕΝΕΔ, από μόνοι μας, να επενδύσουμε περαιτέρω στα ποιοτικά στοιχεία.

Από την άλλη, η ποιότητα σε κάθε επίπεδο έχει κάποιο κόστος, το οποίο δεν ξέρω κατά πόσο οι διαφημιζόμενοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν…
Εμείς ως ΕΝΕΔ στο κομμάτι της μέτρησης έχουμε εντάξει και το ποιοτικό κομμάτι, μέσω της Nugg.ad, που ουσιαστικά μετράει ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. δημογραφικά κ.α. Το οποίο βέβαια το πληρώνουμε. Το ερώτημα ωστόσο είναι, αυτή την ποιότητα την παραπάνω, την αγοράζει κανείς; Πιστεύω ότι εμείς δεν έχουμε επικοινωνήσει στο βαθμό που έπρεπε την δική μας επένδυση στην ποιότητα, κάτι που πρέπει να κάνουμε. Εννοώ ποιότητα υπηρεσίας. Και δεν έχουμε καταφέρει ως εκδότες αυτή η ποιότητα να τιμολογείται διαφορετικά από την «μη ποιότητα». Πρόκειται για αποτυχία ολόκληρου του κλάδου μας, ας μην το κρύβουμε.

Για να συνεχίσω σε αυτό το ζήτημα, πιστεύετε ότι τα στατιστικά στοιχεία είναι «νόμισμα»; Η αγορά θεωρεί ότι το CPM δεν είναι νόμισμα, αφού δεν σχετίζεται ούτε με τη θέση της διαφήμισης, ούτε με την κάλυψη. Επίσης θεωρεί ότι ούτε το CPC δίνει απαντήσεις…
Το νόμισμα είναι πολύ συγκεκριμένη έννοια και επειδή πρόκειται για οικονομικό όρο, δεν έχει καμία αξία εάν δεν υπάρχει το ευρύτερο οργανωμένο περιβάλλον, εάν δεν υπάρχει οικονομία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το νόμισμα είναι αυτοσκοπός. Η μέτρηση είναι νόμισμα, αλλά όχι αυτοσκοπός. Σε κάθε περίπτωση – και γι’ αυτό η Ένωση προσπαθεί να έχει την καθολική αποδοχή της αγοράς, δεχόμενη αν είναι δυνατόν όλα τα εν δυνάμει μέλη -, το νόμισμα είναι μια κοινή αφετηρία. Από την άλλη, το CPM και το CPC θεωρώ ότι πράγματι είναι έννοιες παρωχημένες πλέον. Και είναι μεγάλο λάθος διεθνώς, ότι ο κλάδος επένδυσε τόσο πολύ στην απόλυτη μετρησιμότητα και στην αριθμητική των στοιχείων. Το αποτέλεσμα ήταν να βλέπουμε το δένδρο, αλλά να χάσουμε το δάσος.

Ένα άλλο «καυτό ζήτημα» είναι το θέμα της κλοπής περιεχομένου από τα sites. Πιστεύετε ότι υπάρχει περιθώριο κινήσεων από την ΕΝΕΔ σε αυτό το ζήτημα; Εάν ναι, τι σκοπεύετε να κάνετε;
Πρόκειται πράγματι για ένα σημαντικό πρόβλημα, το οποίο το ακούω καθημερινά κυρίως από τους παραδοσιακούς εκδότες, των εφημερίδων. Έχουν ένα δίκιο. Και αν το δούμε ως διεθνές πρόβλημα, θα έλεγα ότι αυτό που τους απασχολεί περισσότερο είναι η χρήση περιεχομένου τους από την Google. Δεν αναφέρω την λέξη «κλοπή περιεχομένου», τη θεωρώ πολύ βαριά. Ωστόσο το ζήτημα αυτό εντάσσεται τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας, στο ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας της ψηφιακής επικοινωνίας. Πλαίσιο που στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Όταν λοιπόν ξεκινήσει ευρύτερα στη χώρα μας η συζήτηση για τη δημιουργία του πλαισίου αυτού, με τη συμμετοχή των αρμόδιων θεσμικών οργάνων, όπως είναι η ΕΝΕΔ, η ΕΔΕΕ, ο ΣΔΕ, αλλά και της Πολιτείας, το ζήτημα πνευματικής ιδιοκτησίας του περιεχομένου θα μπορέσει να συζητηθεί ουσιαστικά και να αντιμετωπιστεί. Όσο δεν υπάρχει το πλαίσιο αυτό, η συζήτηση θα είναι απλά θεωρητική.

Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή και την αλλαγή της κυβέρνησης, ακούγεται και πάλι – πιο χαλαρά είναι η αλήθεια -, η συζήτηση σχετικά με το αγγελιόσημο στο διαδίκτυο. Η ΕΝΕΔ στο πρόσφατο παρελθόν δεν είχε καταφέρει να έχει κοινή θέση για το αγγελιόσημο. Έχει αλλάξει αυτό;
Και αυτό το θέμα θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της συζήτησης για τη δημιουργία του νομοθετικού πλαισίου για την ψηφιακή επικοινωνία. Όσο αυτό δεν υπάρχει, το ζήτημα του αγγελιοσήμου θα αντιμετωπίζεται αποσπασματικά και θεωρητικά. Προσωπικά θεωρώ ότι το αγγελιόσημο εδώ και χρόνια έχει αποκτήσει «μυθική» διάσταση, αφού πρόκειται για παράγωγο ενός παρελθοντικού νομοθετικού πλαισίου, που αφορούσε άλλα μέσα ενημέρωσης. Και θα ήθελα εδώ να ρωτήσω το εξής: το ζητούμενο είναι το παρελθοντικό αυτό πλαίσιο να το επεκτείνουμε και στο διαδίκτυο; Έχει νόημα αυτό; Δηλαδή τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα ήταν επιτυχημένα όλα αυτά τα χρόνια; Θεωρούμε ότι υπεύθυνοι για την προφανή αποτυχία τους ήταν μόνο οι ιδιοκτήτες των μέσων;

Οι εργαζόμενοι ήταν αμέτοχοι; Όλοι όσοι άμεσα ή έμμεσα σχετίζονταν με τα ΜΜΕ δεν έχουν ευθύνες; Το ζητούμενο λοιπόν είναι να ξεκινήσουμε από την αρχή τη συζήτηση για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο στο διαδίκτυο, όλοι μαζί, φορείς, κυβέρνηση, εργαζόμενοι. Ένα νομοθετικό πλαίσιο που προφανώς θα περιλαμβάνει και το κομμάτι των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και των φορολογικών υποχρεώσεων ιδιοκτητών και εργαζομένων. Και σε αυτή τη βάση να συζητήσουμε όλα τα θέματα. Και το αγγελιόσημο, ή όπως αλλιώς θέλουμε να το πούμε. Όσο δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για το διαδίκτυο, κάθε τέτοιου είδους συζήτηση είναι καθαρή υποκρισία, με την έννοια ότι η επαναφορά της στο τραπέζι δεν μας δίνει κίνητρα για να κάνουμε κάτι, απλά τα αφήνουμε όλα ως έχουν.

H μεγάλη πρόκληση των digital εκδοτών τα τελευταία χρόνια είναι να βρουν ρεαλιστικά και αποτελεσματικά εκδοτικά μοντέλα που να απαντούν σε όλες τις ανάγκες: Ποιοτικό περιεχόμενο, αξιόλογο διαφημιστικό περιβάλλον, συντονισμός και συνδυασμός όλων των πλατφορμών, έσοδα. Πιστεύετε ότι η αναζήτηση αυτή έχει ακόμα δρόμο; Και σε κάθε περίπτωση, είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι το μοντέλο αυτό θα βρεθεί μέσα σε αυτό το έντονα υφεσιακό περιβάλλον των media;
Το έντονα υφεσιακό περιβάλλον που αναφέρετε, ευνοεί την αναζήτηση αυτή. Η οικονομική ευμάρεια της τελευταίας δεκαετίας πιστεύω ότι έκανε μεγάλο κακό στην ελληνική αγορά, διότι κατά τη διάρκειά της επικράτησε ένα ανορθόδοξο και μη παραγωγικό μοντέλο λειτουργίας μέσων, το οποίο μάλιστα θέλησαν να ακολουθήσουν και τα ψηφιακά μέσα. Έτσι, φτάσαμε στην σημερινή κρίση, όπου το μοντέλο αυτό κατέρρευσε και επηρέασε τόσο τους παραδοσιακούς, όσο και τους νέους digital εκδότες. Να προχωρήσω όμως τη σκέψη μου λίγο παραπάνω.

Μου λένε πολλοί ότι το internet είναι το μέλλον. Διαφωνώ, το internet είναι το πρόσφατο παρελθόν. Πιστεύω ότι τα νέα εκδοτικά επιχειρηματικά μοντέλα που θα επικρατήσουν στο μέλλον, δεν θα έχουν απολύτως καμία σχέση με τα σημερινά. Κι αυτό διότι αλλάζουν τα πάντα: τα κανάλια διανομής, οι χρήστες, το περιεχόμενο, τα social media, ενώ τα brands δεν καθορίζουν πλέον την αξιοπιστία του περιεχομένου, αντίθετα, η ποιότητα του τελευταίου ενισχύει την αξία των brands.Παράλληλα, τα νέα στελέχη έχοντας διαφορετική παιδεία και ερεθίσματα από τα παλαιότερα, που ανδρώθηκαν με την δύναμη της τηλεόρασης, θα βρουν τρόπους να αξιοποιήσουν καλύτερα τα δεδομένα και την τεχνολογία. Θεωρώ δε ότι δεν αργούμε να βρούμε τα νέα αυτά εκδοτικά επιχειρηματικά μοντέλα, δεδομένου ότι ο κύκλος των προηγούμενων μοντέλων έχει κλείσει οριστικά και είναι πλέον επιτακτικό για τους εκδότες να βρουν τα νέα όσο πιο σύντομα γίνεται.


Θέσατε ως προτεραιότητα για την ΕΝΕΔ, την ενίσχυση του θεσμικού της ρόλου. Με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί αυτή και προς ποια κατεύθυνση;
Κατ’ αρχάς, η διεύρυνση των μελών της Ένωσης, εκ των πραγμάτων θα ενισχύσει τη δυναμική της, την ισχύ της και εν τέλει τον θεσμικό της ρόλο.
Την ίδια στιγμή θα πρέπει να επιδιώξουμε και να εντείνουμε τις επαφές μας με όλα τα άλλα θεσμικά όργανα, αλλά κυρίως με την ίδια την κυβέρνηση, πρωτοβουλία που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη.

Όπως έχουμε ήδη πει, δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του διαδικτύου και της ψηφιακής επικοινωνίας γενικότερα και όσο αυτό δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξουν λύσεις σε καίρια ζητήματα του κλάδου, όπως π.χ. δεοντολογίας, αγγελιοσήμου, φορολογικής πολιτικής, ασφαλιστικών θεμάτων, μετρήσεων. Είναι σαφές νομίζω ότι όταν το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας γίνει πραγματικότητα, εκ των πραγμάτων ο θεσμικός ρόλος της ΕΝΕΔ θα ισχυροποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα συμφέροντα του κλάδου. Προφανώς και σε αυτή τη διαδικασία δεν θα είμαστε οι μοναδικοί συνομιλητές, ωστόσο ο ρόλος μας είναι να πιέζουμε διαρκώς και να προτείνουμε ουσιαστικές και ρεαλιστικές λύσεις για τα προβλήματα που υπάρχουν ή εμφανίζονται.

Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει σήμερα μεγαλύτερο ρίσκο από την έλλειψη νομοθετικού πλαισίου, αφού μεταξύ όλων των προβλημάτων που δημιουργεί αυτή, δεν επιτρέπει στις εταιρείες να είναι ανταγωνιστικές. Την ίδια στιγμή, η θέσπιση κανόνων ευνοεί τους σοβαρούς επαγγελματίες και εκδοτικούς οργανισμούς, ενώ ταυτόχρονα «ξεκαθαρίζει την ήρα από τα στάρι». Να σας πω και κάτι άλλο εδώ. Αυτή τη στιγμή στο κομμάτι της μέτρησης και της πιστοποίησης συνεργαζόμαστε με δύο διεθνείς οργανισμούς, ωστόσο εγώ θα ήθελα στη διαδικασία αυτή να ενταχθούν και ελληνικοί οργανισμοί ή φορείς, όπως π.χ. Πανεπιστήμια. Υπάρχουν φορείς με αυτές τις δυνατότητες και δεν σας κρύβω ότι έχουμε λάβει κάποιες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση και σύντομα θα μπορούμε να ανακοινώσουμε περισσότερα.

Είπε…
– Η ενίσχυση της θεσμικότητας και της δυνατότητας της ΕΝΕΔ για ουσιαστικές παρεμβάσεις, που οδηγούν σε λύσεις καίριων προβλημάτων του κλάδου, θα βοηθήσει στην διεύρυνση της Ένωσης. Είμαι αισιόδοξος ότι η διεύρυνση αυτή θα είναι ουσιαστική και πολύ μεγάλη. 
– Ως νέος Πρόεδρος της ΕΝΕΔ, έχω το ευτύχημα να «πατάω» πάνω σε δουλειά που έχει γίνει. Τα επόμενα βήματα είναι περισσότερο διαρθρωτικά. 
– Τα brands δεν καθορίζουν πλέον την αξιοπιστία του περιεχομένου, αντίθετα, η ποιότητα του τελευταίου ενισχύει την αξία των brands.
– Οι συζητήσεις της ΕΝΕΔ για τη δημιουργία κώδικα δεοντολογίας, σε συνεργασία με τον ΣΔΕ και την ΕΔΕΕ, βρίσκονται σε εξέλιξη. Θα πρέπει ωστόσο να ενταθούν, ώστε να προχωρήσει και πιο γρήγορα η διαδικασία «εκκαθάρισης» των κακώς κειμένων του «οίκου» μας.
– Με ενοχλεί πολύ που ενώ μεγάλοι διαφημιζόμενοι δέχονται ότι το διαδίκτυο αποτελεί πλέον κυρίαρχο μέσο, επιμένουν να επενδύουν τεράστια ποσά στην τηλεόραση. 
– Οι εφημερίδες δεν θα πεθάνουν, θα έχουν το μερίδιο που τους αναλογεί στο σύγχρονο περιβάλλον των μέσων. Το δομικό μοντέλο τους διαφοροποιείται εντελώς από το διαδίκτυο. Π.χ. το 50% των εσόδων τους προέρχεται από τις κυκλοφορίες. 
– Η ανάληψη της Προεδρίας από έναν ιδιοκτήτη εκδοτικού οργανισμού έχει και σημειολογικό χαρακτήρα. Θέλει να δείξει ξεκάθαρα ότι για μας, ο πλέον βασικός στόχος είναι η ενίσχυση του θεσμικού ρόλου της ΕΝΕΔ.

Επιστολή του Προέδρου της ΕΝΕΔ, Δημήτρη Μάρη, προς την κυβέρνηση ΕΝΕΔ: «Καταστροφή η επιβολή φόρου διαδικτύου για τα ελληνικά online media»
Όπως ανέφερε στη συνέντευξή του ο Δημήτρης Μάρης, Πρόεδρος της Ένωσης Εκδοτών Διαδικτύου, η βασική προτεραιότητα του ιδίου στο ξεκίνημα της θητείας του στην ΕΝΕΔ είναι η ενίσχυση του θεσμικού ρόλου της Ένωσης. Οι εξελίξεις που προέκυψαν λίγες ημέρες αργότερα στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο, με βασικότερη όλων το ζήτημα για την επιβολή φόρου στο διαδίκτυο, οδήγησαν στην άμεση επιβεβαίωση του στόχου αυτού, εκ των πραγμάτων. Η απόφαση της κυβέρνησης να εντάξει τον φόρο αυτόν στο νέο πολυνομοσχέδιο, που στόχο έχει την ενδιάμεση συμφωνία με τους εταίρους της στις Βρυξέλλες, λειτούργησε ως καμπανάκι κινδύνου και δοκίμασε τα αντανακλαστικά της ΕΝΕΔ. Ωστόσο η Ένωση ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της αγοράς, κινήθηκε άμεσα και απέστειλε επιστολή στον Υπουργό Επικρατείας, Νίκο Παππά, στην οποία επιχειρηματολογούσε για τα προβλήματα που θα επιφέρει στην αγορά – αλλά και ευρύτερα – η επιβολή του φόρου αυτού. Την επιστολή υπέγραφε -φυσικά – ο Δημήτρης Μάρης και ανέφερε τα εξής:

Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,

Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε την πρόθεση της Κυβέρνησης να εντάξει σχέδιο νομικής, θεσμικής και φορολογικής ρύθμισης της αγοράς των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, στο υπό συζήτηση πολυνομοσχέδιο που θα κατατεθεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, σήμερα το βράδυ, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η πληροφόρησή μας αναφέρεται στο ότι επιχειρείται να επεκταθεί το μέτρο της φορολόγησης των διαφημίσεων σε όλα τα ψηφιακά μέσα, όπως δηλαδή ακριβώς συμβαίνει με τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Πρόκειται για μια ευθεία απόπειρα παρεμβατισμού, που ουσιαστικά αγνοεί τις ιδιαιτερότητες των διαφορετικών μέσων ενημέρωσης και θα έχει σαν αποτέλεσμα τη διακοπή της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, στη σημερινή της μορφή. Χωρίς να έχει γίνει καμία προεργασία και χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με τους φορείς της αγοράς, η Κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλλει έναν οριζόντιο φόρο, που ουσιαστικά θα εξοντώσει πολλές από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, καταργώντας άμεσα, ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα, χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η συγκυρία στα ελληνικά μέσα είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά δυσμενής, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης. Ιδιαίτερα τα online media, πλήττονται βάναυσα από την απουσία ρύθμισης της αγοράς και ιδίως από το γεγονός ότι οι κανόνες που ισχύουν για τα μέσα που διατηρούν την έδρα τους στην Ελλάδα, δεν αφορούν στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις που έχουν παρουσία στο «ελληνικό» διαδίκτυο, κερδίζοντας τη μερίδα του λέοντος από τη διαφημιστική πίτα, χωρίς να συνεισφέρουν στα δημόσια έσοδα και χωρίς να υπόκεινται στα ίδια φορολογικά δεδομένα.

Με το νόμο που προωθείτε, θα βάλετε ένα ακόμη ανάχωμα στη λειτουργία των ελληνικών online media. Ανάχωμα που δεν αφορά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις που θα συνεχίζουν να τιμολογούν για τις υπηρεσίες τους στο εξωτερικό, χωρίς να απασχολούν εργαζόμενους στη χώρα μας και χωρίς να αποδίδουν φορολογικά έσοδα. Θα πλήξετε δηλαδή περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας εταιρείες δυο ταχυτήτων.

Ως θεσμικό όργανο των Εκδοτών Διαδικτύου, σας καλούμε να αναθεωρήσετε την απόφασή σας για την επιβολή του εξοντωτικού φόρου στα ψηφιακά μέσα και να προχωρήσουμε από κοινού σε διαβούλευση για την ορθή λειτουργία του κλάδου, προς όφελος των εργαζομένων, των ελληνικών επιχειρήσεων και φυσικά της ελληνικής οικονομίας. Δεσμευόμαστε να σταθούμε αρωγοί στην προσπάθεια εξορθολογισμού της αγοράς, καταθέτοντας άμεσα προτάσεις για να βάλουμε ένα τέλος στην αναρχία και τις τριγωνικές συναλλαγές που αποτελούν συνήθεις πρακτικές στο χώρο του διαδικτύου σε όλο τον κόσμο. Είναι αναντίρρητη ανάγκη να προασπίσουμε μια αναπτυσσόμενη αγορά που μπορεί να προσφέρει πολλά στην στερούμενη από καινοτομία ελληνική οικονομία και να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο δίκαιο, διαφανές και κυρίως βιώσιμο».