Ταυτόχρονα συνδέεται άμεσα με τη μείωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, η οποία έρχεται αναπόφευκτα τόσο λόγω της δραματικής συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού, όσο και λόγω της πολύ σημαντικής οικονομικής εξάρτησης των μεγάλων εφημερίδων από το τραπεζικό σύστημα (που ελέγχεται ουσιαστικά από τους δανειστές και την κυβέρνηση), στοιχεία τα οποία έχουν περιορίσει τα διαθέσιμα δημοσιογραφικά εργαλεία, αλλά παράλληλα έχουν δημιουργήσει έναν αόρατο ιστό αυτοσυγκράτησης που δεν επιτρέπει στις – πολιτικές κυρίως – εφημερίδες να αξιοποιήσουν το βασικό τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον ηλεκτρονικό Τύπο, δηλαδή την εντυπωσιακή αποκλειστικότητα εις βάρος της εκάστοτε εξουσίας.

Από τους παράγοντες αυτούς ο πιο σοβαρός είναι ασφαλώς η οικονομική κρίση. Η ιδιωτική κατανάλωση θα συρρικνωθεί το 2013 συνολικά κατά 7% και θα συνεχίσει να συρρικνώνεται (ακόμα κι αν επαληθευτούν οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που πάντα αποτελούν το «καλό» σενάριο), κατά 1,4% ακόμα το 2014. Η αγορά εφημερίδων που είναι προϊόν με αυξημένη ελαστικότητα ζήτησης, δεν αποτελεί ασφαλώς προτεραιότητα σ’ αυτό το περιβάλλον. Ιδίως όταν με πολλούς άλλους τρόπους οι αναγνώστες μπορούν να λαμβάνουν αντίστοιχη πληροφόρηση. Ταυτόχρονα η διαρκώς αυξανόμενη, παρά την κρίση, χρήση του διαδικτύου τα τελευταία χρόνια και το χαμηλό ακόμα συνολικό ποσοστό χρήσης στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σημαίνει ότι η πίεση προς τον γραπτό Τύπο από αυτή την πλευρά θα συνεχίσει τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία.

Πέραν όμως των μακροσκοπικών παραγόντων που αφορούν στον Τύπο στο σύνολό του, εξαιρετική σημασία για την συνεχιζόμενη συρρίκνωση έχουν και οι επιλογές που είχαν κάνει οι μεγάλες εφημερίδες όλα αυτά τα τελευταία χρόνια. Ακολουθώντας (ή και πρωτοπορώντας), την ξέφρενη πορεία της υπερκατανάλωσης της υπόλοιπης οικονομίας χρησιμοποίησαν κατά κόρον τα εργαλεία των υπερπροσφορών και του υπερεντυπωσιασμού. Τώρα, με τις οικονομικές τους δυνατότητες εξαντλημένες λόγω των πολύ μεγάλων χρεών που έχουν συσσωρεύσει, αλλά και με την αναγκαστική αυτοσυγκράτηση που προαναφέραμε σε θέματα αποκαλύψεων (η λεγόμενη διερευνητική δημοσιογραφία- investigative journalism, ποτέ δεν ήταν το ισχυρό σημείο του ελληνικού Τύπου, αλλά τώρα έχει σχεδόν εξαφανιστεί), δεν έχουν τι να προσφέρουν στον αναγνώστη, που να τις καθιστά περισσότερο ελκυστικές από τους δωρεάν προσφερόμενους ηλεκτρονικούς ανταγωνιστές.

Όσο για το άλλο μεγάλο πλεονέκτημα των γραπτών μέσων, την ταυτοποίηση του αναγνώστη με την συνολική θεώρηση του κόσμου που προσφέρει μια (πολιτική) εφημερίδα, εκεί η οικονομική καταστροφή που βιώνει η ελληνική κοινωνία κάθε άλλο παρά διευκολύνει τους πολίτες να ταυτιστούν με τα παραδοσιακά έντυπα μέσα, που ασφαλώς δεν τους προειδοποίησαν έγκαιρα, αλλά ούτε και τους καθοδήγησαν ορθολογικά στα πρώτα χρόνια της καταστροφής. Η ανάκαμψη λοιπόν θα βραδύνει για τον ελληνικό Τύπο και κάθε άλλο παρά σαφές είναι το ποιους θα αφορά όταν και όπως τελικά θα φτάσει.