Κι όμως, ήρθε η στιγμή που η στροφή του Έλληνα καταναλωτή στα ελληνικά προϊόντα βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και μέρα με τη μέρα εντείνεται, όσο βαθαίνει η οικονομική κρίση. Γνωστοί  Έλληνες οικονομολόγοι με κατά καιρούς άρθρα τους στον Τύπο τονίζουν τα οφέλη που θα έχει η οικονομία της χώρας εάν οι Έλληνες στραφούν πλέον ουσιαστικά και σταθερά στα ελληνικά προϊόντα. Και είναι χαρακτηριστική η επισήμανση ότι αν στη διάρκεια ενός έτους κάθε Ελληνας καταναλώσει χίλια ευρώ σε ελληνικά προϊόντα αντί ξένων, το όφελος για την ελληνική οικονομία υπολογίζεται σε 11 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στα επώδυνα μέτρα που καλείται να εφαρμόσει η κυβέρνηση.

Το όφελος θα ήταν διπλό τότε, διότι παράλληλα θα σταματούσε η υπερβολική ροπή προς τις εισαγωγές. Αυτή η πραγματικότητα έχει δώσει στις μέρες μας ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα ελληνικά προϊόντα και στις ελληνικές εταιρείες, οι οποίες επενδύουν σε αυτό ολοένα και περισσότερο. Ωστόσο, αυτή είναι η μία διάσταση του ζητήματος. Η άλλη έχει να κάνει με διεθνή brands που όμως βρίσκονται χρόνια στην Ελλάδα, παράγονται από ελληνικές πρώτες ύλες, απασχολούν χιλιάδες Έλληνες εργαζόμενους και παραγωγούς, ενώ παράλληλα τονώνουν την ελληνική οικονομία καταβάλλοντας τις νόμιμες εισφορές και φόρους στο κράτος.

Μπορούν αυτά τα brands να μιλούν για «ελληνικότητα» και να την προβάλλουν στην επικοινωνία τους; Το Marketing Week εκτιμά ότι υπό προϋποθέσεις μπορούν και θέλησε να εμβαθύνει στο ζήτημα αυτό, αναζητώντας τις προϋποθέσεις αυτές.

Τι σημαίνει «ελληνικό προϊόν»;
Το θέμα της ελληνικότητας έχει συζητηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια, ωστόσο αφορμή για να επανέλθει στην επικαιρότητα ήταν η πρόσφατη τηλεοπτική διαφήμιση της Amstel, η οποία εστίαζε ακριβώς σε αυτό το χαρακτηριστικό που εκτιμά ότι η ίδια διαθέτει: ένα διεθνές brand, αλλά με ελληνική ψυχή και ελληνικό DNA. Η διαφήμιση προκάλεσε την παρέμβαση του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας, το οποίο ζήτησε την τροποποίησή της, διότι όπως ανέφερε το σκεπτικό της απόφασης, «είναι πιθανό να δημιουργηθεί στον καταναλωτή η εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για αμιγώς ελληνικό προϊόν/ελληνική μάρκα, που εξαρχής δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε στην Ελλάδα και που ανέκαθεν (άλλως, από την αρχή της κυκλοφορίας του) παράγεται αποκλειστικά με ελληνικές πρώτες ύλες».

Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία αποδέχθηκε ως όφειλε την απόφαση, ωστόσο με σχετική της ανακοίνωση, τόνισε την διαφωνία της με αυτή. Και προσέθεσε: «Πόσο ελληνικό είναι ένα προϊόν που φέρνει όλες τις πρώτες ύλες του από το εξωτερικό και συσκευάζεται μερικώς στην Ελλάδα; Είναι λιγότερο ελληνικά τα προϊόντα που παράγονται σε εργοστάσια και εγκαταστάσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, από Έλληνες εργαζόμενους, από ελληνικές πρώτες ύλες; Οι επενδύσεις, οι θέσεις εργασίας, η τεχνογνωσία και η προστιθέμενη αξία που προσφέρουν στην Ελλάδα δεν παίζουν κανένα ρόλο; Κι αν τα κριτήρια αυτά έχουν την ίδια βαρύτητα, αν όχι μεγαλύτερη, από ότι το όνομα, τότε θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθουν οι καταναλωτές ποια άλλη μπίρα στην Ελλάδα έχει αγκαλιάσει όπως η Amstel την πραγματική αξία της Ελλάδας, που είναι οι άνθρωποι.

Μια τέτοια συζήτηση θα έδινε πραγματικά την ευκαιρία να φανεί ποιοι τελικά πραγματικά επενδύουν στην Ελλάδα και ποιοι απλά προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις καταστάσεις, αλλά και τους έλληνες καταναλωτές». Και μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζήτημα να αφορά μπίρες, ωστόσο βρίσκει εφαρμογή ως προβληματισμός και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων, όπως π.χ. στα τρόφιμα ή στα αναψυκτικά. Ένα άλλο αντίστοιχο παράδειγμα αφορά στην Coca Cola 3E, η οποία διαθέτει στο portfolio της διεθνή brands, τα οποία όμως προσφέρουν πολλά στην Ελλάδα και στην οικονομία της: Η εταιρεία επένδυσε 160 εκατ. ευρώ στην ελληνική αγορά τα τελευταία δύο χρόνια, παράγει το 98% των προϊόντων της εδώ, δημιουργεί έμμεσα 43.000 επιπλέον θέσεις εργασίας σε τοπικούς προμηθευτές και συνεργάτες, λειτουργεί 5 εργοστάσια στη χώρα μας, απασχολεί 2.000 εργαζόμενους κ.α.

Μεγάλη προσφορά έχει και η Bic, ένα ακόμα διεθνές brand που είναι όμως ταυτισμένο με τη χώρα μας. Οι λόγοι; Στα εργοστάσια της BiC Violex στην Άνοιξη Αττικής σχεδιάζονται και παράγονται κλασικά ξυριστικά και το 100% της παγκόσμιας παραγωγής ξυριστικών νέας γενιάς, που ανήλθαν το 2011 συνολικά σε 940 εκατ. ξυριστικά. Πάνω από το 90% της παραγωγής εξάγεται σε 153 χώρες. H μονάδα της εταιρείας στην Ελλάδα ξεπερνά σε έκταση τα 100.000 τ.μ, απασχολώντας 1200 εργαζόμενους. To παγκόσμιο τμήμα Έρευνας & Ανάπτυξης της BiC έχει ως έδρα την Ελλάδα, αναπτύσσοντας 40 πατέντες τα τελευταία 8 χρόνια.

Προστιθέμενη αξία και ελληνικότητα
Η αρχή της εξίσωσης αφορά ένα συγκεκριμένο ερώτημα: Τι είναι η προστιθέμενη αξία ενός προϊόντος; Σύμφωνα με μια βασική ερμηνεία, πρόκειται για οικονομικό όρο και αναφέρεται στην εκάστοτε οικονομική επιβάρυνση της αξίας ενός αγαθού ως πρώτη ύλη σε κάθε στάδιο της επεξεργασίας του μέχρι την τελική τιμή που φθάνει έτοιμο στην κατανάλωση. Το αγαθό για να πάρει την τελική του μορφή έχει περάσει από διάφορες διαδικασίες, κάθε μια από τις οποίες έχει αφήσει το «στίγμα» της στη διαμόρφωση της μορφής αυτής.

Για να μπορέσει λοιπόν κάποιος να κρίνει την ελληνικότητα ενός προϊόντος, ιδανικά θα πρέπει να αναλύσει την προστιθέμενη αξία του και να διαπιστώσει τι ποσοστό αυτής προέρχεται από την Ελλάδα. Κάτι που ασφαλώς, μόνο εύκολο δεν είναι. Οπότε εκείνο που πρέπει να προσπαθεί είναι να κρατάει για όλα τα προϊόντα, όσο το δυνατόν χαμηλότερα την εισαγόμενη προστιθέμενη αξία και όσο το δυνατόν υψηλότερα την ελληνική. Με άλλα λόγια, να προτιμάει τα προϊόντα που όχι μόνο παράγονται στην Ελλάδα, αλλά που παράλληλα μεγιστοποιούν την ελληνική προστιθέμενη αξία (ελληνικές πρώτες ύλες, υλικοτεχνική υποδομή κ.α.). 

«Ελληνικό είναι ένα brand όταν στηρίζει την ελληνική οικονομία»
«Αν κάποιος σας έλεγε ότι ένα brand παράγεται στην Ελλάδα, σε εργοστάσια που απασχολούν έλληνες εργαζόμενους, περιέχει πρώτες ύλες που προέρχονται από την ελληνική γη και συσκευάζεται με υλικά που παράγουν ελληνικές εταιρείες, θα το χαρακτηρίζατε ως ελληνικό προϊόν ή όχι;» είναι το εύλογο ερώτημα που θέτει ο Μηνάς Μαυρικάκης, Διευθυντής Επικοινωνίας και Εταιρικών Σχέσεων της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, της εταιρείες που, όπως είπαμε, έφερε το όλο ζήτημα στην επιφάνεια με αφορμή τη νέα καμπάνια της Amstel, περί ελληνικότητας. «Η ελληνικότητα των προϊόντων δεν είναι θέμα ονόματος, αλλά ουσίας και αποδεικνύεται στην πράξη.

Είναι ο τόπος παραγωγής, οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από αυτά, η προέλευση των πρώτων υλών, οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται και συνολικά η προστιθέμενη αξία που δημιουργείται για την ελληνική οικονομία» τονίζει. Όπως επισημαίνει, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, εδώ και σχεδόν 50 χρόνια βρίσκεται στην Ελλάδα. Παράγει τα προϊόντα (Amstel, Άλφα, Fischer, Buckler, Heineken) στην Ελλάδα, στα τρία εργοστάσια που διατηρεί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, απασχολώντας 1.050 εργαζόμενους. «Προμηθευόμαστε σε μεγάλο ποσοστό το κριθάρι που περιέχεται στις μπίρες μας από 1.100 Έλληνες αγρότες, με τους οποίους συνεργαζόμαστε από το 2008, στο πλαίσιο του προγράμματος συμβολαιακής καλλιέργειας.

Συνεργαζόμαστε με 4.530 έλληνες προμηθευτές, οι οποίοι αντιστοιχούν στο 95% του συνόλου των προμηθευτών μας, ενώ το 90% περίπου του συνόλου των δαπανών μας μένει στην Ελλάδα. Έχουμε συνεισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό την πενταετία 2007-2011 σχεδόν 1 δις. ευρώ με τη μορφή φόρων, τελών και εισφορών, ενώ τα τελευταία 12 χρόνια έχουμε επενδύσει στην Ελλάδα συνολικά περισσότερα από 468 εκατ. ευρώ». Καταλήγοντας, ο Μηνάς Μαυρικάκης επισημαίνει ότι είναι σημαντικό για τον καταναλωτή να είναι ξεκάθαρο το τι είναι ελληνικό προϊόν, ενώ εκφράζει την αισιοδοξία του ότι το επόμενο διάστημα η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για το θέμα θα γίνει ακόμα πιο ουσιαστική.

«Η αγορά και κατανάλωση ελληνικών προϊόντων αποτελεί σίγουρα μια αποτελεσματική άμυνα, απέναντι στην κρίση, γιατί μειώνει το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών και αυξάνει το ΑΕΠ» επισημαίνει από την πλευρά του ο Θαλής Π. Κουτούπης, ωστόσο όπως αναφέρει, υπάρχει σύγχυση σχετικά με το τι είναι ελληνικό προϊόν και τι όχι. «Ελληνικά προϊόντα δεν είναι μόνον αυτά που έχουν ελληνικό όνομα, γιατί κάποια από αυτά ανήκουν σε ξένους επιχειρηματικούς ομίλους. Όπως «ξένα» δεν είναι όλα όσα έχουν «ξενική» επωνυμία, γιατί πολλά απ’ αυτά παρασκευάζονται εδώ. Αυτές οι δύο σημαντικότατες διακρίσεις δεν υπάρχουν στα μηνύματα των προπαγανδιστών της «ελληνικής» κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να δημιουργούν τεράστια κι επικίνδυνη σύγχυση στους αποδέκτες τους.

Έτσι, προϊόντα όπως π.χ. η Coca Cola και η Amstel, που παρασκευάζονται εδώ, μπαίνουν στο στόχαστρο των «σαμποτέρ»! Οι λόγοι, για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι αρκετοί, άλλοι αθώοι κι άλλοι αθέμιτοι, ανταγωνιστικοί». Όπως εκτιμά ο Θαλής Π. Κουτούπης, δύο άλλοι λόγοι είναι «η λαϊκίστικη εχθρότητα για τις «τοξικές» πολυεθνικές, όπως και η άγνοια οικονομικών όρων από ένα μεγάλο πλήθος συνελλήνων. Η συνέργεια αυτών των δύο λόγων, προκαλεί και την ευρύτατη διάχυση αυτών των παραπλανητικών μηνυμάτων». Και καταλήγει: «Ελληνικό προϊόν, ανεξάρτητα από την ελληνική ή ξενική επωνυμία του, είναι κάθε προϊόν που παρασκευάζεται στην Ελλάδα, αποκτώντας σημαντική προστιθέμενη αξία.

Τα προϊόντα αυτά δίνουν δουλειά σε εκατοντάδες  χιλιάδες ελληνικά χέρια και σε δεκάδες συγγενείς ελληνικούς κλάδους (πρώτες ύλες, μεταφορές, συσκευασίες, εκτυπώσεις, διαφήμιση, χονδρεμπόριο, λιανεμπόριο κ.λπ.), πληρώνουν φόρους και η μεγάλη πλειονότητα αυτών των εταιρειών τηρούν πιστά την ελληνική νομοθεσία και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής ευποιίας. Το τυχόν «σαμποτάρισμα» αυτών των εταιρειών και των προϊόντων τους αποτελεί αυτόχρημα έγκλημα, σε βάρος της εθνικής οικονομίας μας και της κοινωνίας».


Μία συζήτηση που απασχολεί όλους
«Η συζήτηση γύρω από το θέμα της ελληνικότητας ενός προϊόντος έχει γίνει στις μέρες μας ιδιαίτερα επίκαιρη και μας έχει απασχολήσει και εμάς ως εταιρεία» αναφέρει η Αγγελική Παπαδοπούλου, Corporate Affairs Manager της Nestlé Ελλάς.  Όπως λέει, η Nestle είναι μια πολυεθνική εταιρεία με υψηλό επίπεδο αποκεντροποίησης. «Αυτό σημαίνει ότι έχει καταφέρει να προσαρμόζεται στις τοπικές γεύσεις, τις συνήθειες και την κουλτούρα κάθε χώρας όπου δραστηριοποιείται, αποτελώντας έτσι σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας».

Εστιάζοντας στην Ελλάδα, η Αγγελική Παπαδοπούλου επισημαίνει ότι η Nestlé Ελλάς είναι η εταιρεία που παράγει, από την παραλαβή του πράσινου κόκκου μέχρι την τελική συσκευασία, τον ελληνικό καφέ Λουμίδης Παπαγάλος. Και συνεχίζει: «Ο Nescafé Classic αποτελεί μια διεθνή μάρκα όμως, ειδικά για την Ελλάδα, παράγεται ένα ξεχωριστό χαρμάνι που ταιριάζει στα γευστικά κριτήρια των Ελλήνων, αλλά και στην αγαπημένη τους καλοκαιρινή συνήθεια, τον Nescafé Frappé, που είναι μάλιστα μια ελληνική ιδέα, κομμάτι πλέον της κουλτούρας μας, αλλά και ένα προϊόν που εξάγεται με επιτυχία. Ακόμα και με την τελευταία μας καινοτομία, τον Nescafé Dolce Gusto, που αποτελεί πανευρωπαϊκή επιτυχία, έχουν αναπτυχθεί συγκεκριμένες συνταγές για την Ελλάδα όπως οι Nescafé Classic και Freddo Cappuccino».

Σύμφωνα με τα στοιχεία, η εταιρεία διατηρεί  4 εργοστάσια σε όλη την Ελλάδα, απασχολώντας περισσότερους από 1.000 εργαζομένους. «Η παραγωγή των εργοστασίων μας καλύπτει και ένα μεγάλο κομμάτι εξαγωγών σε δεκάδες χώρες: Για παράδειγμα ο Λουμίδης Παπαγάλος εξάγεται από το εργοστάσιο στα Οινόφυτα στις ελληνικές κοινότητες παγκοσμίως, κυρίως στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Αγγλία, την Αλβανία, την Κύπρο και τη Γερμανία, ενώ το 22% της συνολικής παραγωγής στο εργοστάσιο παγωτού στον Ταύρο εξάγεται σε αρκετές χώρες, όπως Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Κύπρο, Αλβανία και Ιταλία.

Συνολικά, πάνω από το 60% του κύκλου εργασιών μας προέρχεται από προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα». Και καταλήγει: «Θεωρούμε ότι όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το δέσιμό μας με την Ελλάδα είναι ξεχωριστό, βαθύ και ουσιαστικό. Στη Nestlé Ελλάς , λοιπόν, πιστεύουμε ακράδαντα και αποδεικνύουμε καθημερινά ότι ένα προϊόν μπορεί να είναι ελληνικό όταν «στηρίζει» την ελληνική οικονομία με το σύνολο ή ένα τμήμα της παραγωγής του, απασχολεί έλληνες εργαζομένους, φροντίζει την ελληνική οικογένεια και φυσικά τη διατροφή των παιδιών μας».

Η Ελλάδα της παραγωγής και της ανάπτυξης
«Η ανάπτυξη του προϊόντος από ελληνικά μυαλά, η συνεχή επένδυση στη παραγωγική διαδικασία και στο προϊόν, καθώς και η παραγωγή του στη χώρα μας, δημιουργώντας θέσεις εργασίας, θεωρούμε ότι είναι τα βασικά κριτήρια που δίνουν την ελληνική ψυχή στο brand» τονίζει από την πλευρά του ο Μάνος Νικολάκης, Γενικός Διευθυντής της BiC Violex, εταιρείας που έχει στο portfolio της τα ομώνυμα προϊόντα, με σαφή ελληνικά χαρακτηριστικά. Ο Μάνος Νικολάκης αναφέρει ότι η ελληνική ψυχή του brand ξυριστικών BiC είναι παρούσα σε διεθνές επίπεδο, καθώς το 70% των ξυριστικών BiC που πωλούνται παγκόσμια έχουν κατασκευαστεί στην Ελλάδα, συνεισφέροντας σημαντικά στην ελληνική οικονομία καθώς αποτελούν περίπου το 1% των ελληνικών εξαγωγών.

«Η BiC ήταν από τις πρώτες εταιρείες το 2011 που αποφάσισε να επικοινωνήσει την ελληνικότητα  ξυριστικών προϊόντων της, συνεχίζοντας τη προσπάθεια και το 2012. Στόχος μας είναι να «περάσουμε» ένα θετικό μήνυμα στον Έλληνα καταναλωτή, ότι δεν είναι όλα αρνητικά και απαισιόδοξα, ότι υπάρχουν παραδείγματα τα οποία δείχνουν ότι υπάρχει μια άλλη Ελλάδα, η Ελλάδα της ανάπτυξης, της καινοτομίας και της προόδου» τονίζει. Ο Γενικός Διευθυντής της BiC εκτιμά ότι για ένα brand η κρίση αποτελεί την ευκαιρία να γυρίσει ξανά στις ρίζες του, να δει τι είναι αυτό που το κάνει ιδιαίτερο, διαφορετικό και να χτίσει πάνω σε αυτό.

«Η φιλοσοφία της BiC είναι να προσφέρει απλά, καθημερινά, αξιόπιστα προϊόντα παντού και πάντα σε προσιτές τιμές. Η φιλοσοφία αυτή γίνεται ακόμα πιο σημαντική στην εποχή της κρίσης, όπου ο καταναλωτής θέλει να είναι σίγουρος ότι το προϊόν που αγοράζει και στο οποίο «επενδύει» μέρος του περιορισμένου εισοδήματος του δεν θα τον «προδώσει», αλλά θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες του». Το brand BiC απολαμβάνει υψηλή αναγνωρισιμότητα στην ελληνική αγορά. «Όμως δεν μένουμε μόνο σε αυτό. Επενδύουμε στην περαιτέρω ανάπτυξη των ξυριστικών προϊόντων μας, όπου εξειδικευμένοι Έλληνες επιστήμονες εργάζονται για την ανάπτυξη της τεχνολογίας των ξυριστικών μας έτσι ώστε να προσφέρουν καλύτερη απόδοση ξυρίσματος στον καταναλωτή, διατηρώντας όμως τις τιμές σε προσιτά επίπεδα» καταλήγει.

Η παράμετρος της ποιότητας
Μια άλλη παράμετρο αγγίζει ο Βασίλης Βάγγερ, Εμπορικός Διευθυντής της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας και της μπίρας Fix, ο οποίος μιλώντας στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού Σέλφ Σέρβις στάθηκε και στο θέμα της ποιότητας: «Η σημασία της ελληνικότητας μετά το 2009, δηλαδή την εποχή που η κρίση άρχισε να ταρακουνάει την οικονομία της χώρας –την ίδια ακριβώς εποχή που η Fix αναγεννήθηκε–, άρχισε πράγματι να αυξάνει σιγά-σιγά ως πλεονέκτημα για τα ελληνικά προϊόντα (…) Για εμάς όμως η πρώτη μέριμνα είναι το επίπεδο ποιότητας του προϊόντος να δικαιώνει απόλυτα τον Έλληνα καταναλωτή, που το επιλέγει. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, οφείλουμε όλοι οι Έλληνες παραγωγοί να επισημαίνουμε τον δυνητικό κίνδυνο συσχετισμού της ελληνικότητας με την υποβαθμισμένη ποιότητα, που μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός και να λαβαίνουμε τα μέτρα μας».

Νίκη Συροπούλου, Marketing Director της Μύθος Ζυθοποιία: Ζητούμενο η ειλικρίνεια στην ελληνικότητα και όχι οι υπερβολές
Διερευνώντας την ελληνικότητα των brands, δεν μπορεί κανείς να μην σταθεί στα brands που ούτως ή άλλως έχουν γεννηθεί στην χώρα μας και προβάλλουν τον ελληνικό χαρακτήρα τους όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό. Όπως π.χ. η μπίρα Μύθος, που ήδη από το λανσάρισμά της κατάφερε να ξεχωρίσει για πολλούς λόγους. Σήμερα η εταιρεία είναι μέλος ενός διεθνούς επιχειρηματικού ομίλου, του Carlsberg Group, ωστόσο καταφέρνει να διατηρεί αναλλοίωτο τον ελληνικό χαρακτήρα του Μύθου. Η Νίκη Συροπούλου, Marketing Director της Μύθος Ζυθοποιία είχε να μας πει περισσότερα.

Η μπίρα Μύθος όταν λανσαρίστηκε κ. Συροπούλου, προκάλεσε αίσθηση στην αγορά διότι ήταν η πρώτη στρατηγική προσπάθεια μιας μπίρας να ανταγωνιστεί τα brands που κυριαρχούσαν, όπως η Amstel και η Heineken. Η συνέχεια ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη και το ερώτημα είναι εάν στην επιτυχία της πιστεύετε ότι συνέβαλε σε ένα βαθμό και ο ελληνικός της χαρακτήρας. O Μύθος έκλεισε φέτος 15 χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά και είναι η πιο διάσημη ελληνική μπίρα στον κόσμο, με εξαγωγές σε περίπου 40 χώρες. Η ποιότητά της και η γεύση της χάρη στην πρωτότυπη συνταγή της, έχουν βραβευθεί επανειλημμένα από διεθνείς οργανισμούς, όπως πρόσφατα η βράβευσή της από τον οργανισμό iTQi. Σαφέστατα το όνομά του Μύθου και η ελληνική του καταγωγή είναι μέρος του συνολικού χαρακτήρα του προϊόντος. Όταν ένα προϊόν πετυχαίνει συνολικά, κάθε μέρος της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του brand είναι αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας του. Αυτό ισχύει και για τον ελληνικό χαρακτήρα του Μύθου. Σε καμία περίπτωση όμως ένα  brand δεν μπορεί να επιτύχει μακροχρόνια λόγω του ελληνικού του χαρακτήρα και μόνο. 

Σήμερα, που η κατάσταση στην οικονομία, στην κοινωνία και στο επιχειρείν έχει αλλάξει άρδην, ο ελληνικός χαρακτήρας του Μύθου σαφώς και του προσφέρει ισχυρά πλεονεκτήματα. Με ποια άλλα χαρακτηριστικά όμως πρέπει να συνοδεύεται αυτός ο χαρακτήρας για να είναι αποτελεσματικός;
Είναι γεγονός ότι λόγω της κρίσης στην  Ελλάδα, πολλοί καταναλωτές επιλέγουν ελληνικά προϊόντα σαν κίνηση ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας. Υπάρχει μεγάλη «κινητικότητα» των εταιρειών που επιλέγουν να τονίσουν αυτό το χαρακτηριστικό, είτε πρόκειται για αμιγώς ελληνικά προϊόντα, είτε για προϊόντα που ένα σημαντικό κομμάτι της προστιθέμενής τους αξίας δημιουργείται στην Ελλάδα και ενισχύει επομένως την ελληνική οικονομία. Είναι ευχάριστο να δημιουργείται αυτός ο «διάλογος» μεταξύ του καταναλωτή και της βιομηχανίας.

Είναι ίσως μία μοναδική στιγμή στην ιστορία του ελληνικού branding που Έλληνας καταναλωτής θέτει το πλαίσιο και η βιομηχανία τον ακολουθεί, διότι μέχρι τώρα γινόταν ακριβώς το αντίθετο. Το ηθικό θέμα που τίθεται είναι να υπάρχει ειλικρίνεια στην ενημέρωση και όχι υπερβολές ή παραπλάνηση του καταναλωτή. Ο Μύθος δεν εκμεταλλεύτηκε επικοινωνιακά την ελληνική διάσταση του χαρακτήρα του, αλλά προβάλει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο Έλληνας σήμερα: Ειλικρίνεια, καινοτομία, αγάπη για δουλειά, ποιότητα και μεράκι σε ότι κάνει. Ένας χαρακτήρας αισιόδοξος, τολμηρός και περήφανος.

Ο ελληνικός χαρακτήρας του Μύθου «περνάει» μέσα από την επικοινωνιακή στρατηγική του; Με ποιο τρόπο;
Απλά με το όνομά του. Σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, ο Μύθος ήταν για τους ανθρώπους  η ζωντανή έμπνευση για όλες τις δραστηριότητες του νου, των συγκινήσεων και του σώματος. Πολύ περισσότερο κάτι τέτοιο είναι αληθινό για τους Έλληνες, έναν λαό με γόνιμη μυθοπλαστική φαντασία. Ο μύθος είναι ένας συμβολικός τρόπος διδασκαλίας  για το πώς μπορούν να τα βγάζουν πέρα οι άνθρωποι. Τι πιο βαθιά ελληνικό, αληθινό και επίκαιρο σήμερα στην Ελλάδα.

Το γεγονός ότι ο Μύθος, ως brand και ως εταιρεία έχει περάσει σε χέρια πολυεθνικής εταιρείας μπορεί να δημιουργήσει «σκιές» στον ελληνικό χαρακτήρα του;
Ο Μύθος είναι ένα ελληνικό προϊόν, που γεννήθηκε στην Ελλάδα, παράγεται στην Ελλάδα και συγκαταλέγεται στα κορυφαία προϊόντα του ομίλου μας. Η πολυεθνική διάσταση του ομίλου μας, δίνει στον Μύθο τη δυνατότητα να κάνει διεθνή καριέρα και εκτός Ελλάδος. Εμείς βλέπουμε μόνο τεράστιες δυνατότητες σε αυτό το γόνιμο πάντρεμα ενός ελληνικού προϊόντος με την πολυεθνική διάσταση του ομίλου μας.