Οι εκδότες εφημερίδων βρίσκονται στο επίκεντρο μιας σημαντικής κρίσης για τον κλάδο, αντιμέτωποι με μείωση πωλήσεων και διαφημιστικών εσόδων, αλλά και την ανάδυση των ψηφιακών ενημερωτικών Μέσων. Παρόλα αυτά, τα δεδομένα είναι αναστρέψιμα, αρκεί οι προκλήσεις να μετατραπούν, με τις κατάλληλες κινήσεις, σε ευκαιρίες.

Η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ποιοτική δημοσιογραφία ως αντίδοτο στα «fake news», αλλά και στην κρίση του Τύπου, αναδύθηκε ως βασικό συμπέρασμα της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο με πρωτοβουλία του μορφωτικού ιδρύματος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Την ημερίδα της ΕΣΗΕΑ άνοιξε ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παππάς, ο οποίος αναφέρθηκε στον διάλογο που έχει ξεκινήσει με τις Ενώσεις για ένα ταμείο του Τύπου, ώστε να μπουν οι βάσεις και να παρθούν συγκεκριμένες αποφάσεις για τη στήριξη του Τύπου και για τα μέτρα στήριξης των εφημερίδων.

Επιπλέον, ανέφερε ότι σε αυτό το ταμείο, αυξημένο ρόλο πρέπει να έχουν οι Ενώσεις του Τύπου με τις κυβερνήσεις να ακολουθούν, με κατάλληλους πόρους για μια σωστή διαχείριση. Στο πλαίσιο της ημερίδας, ο Justin Schlosberg, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Birkbeck του Λονδίνου όπου διδάσκει ΜΜΕ και δημοσιογραφία, τόνισε ότι η μη στήριξη του Τύπου ευνοεί την διαπλοκή και ότι η όποια στήριξη πρέπει να γίνεται με διαφάνεια και πάνω από το τραπέζι. Ο καθηγητής σημείωσε ότι οι φόβοι των δημοσιογράφων έχουν περίπου κοινό έδαφος και στη Βρετανία, όπου μεγάλα συγκροτήματα Τύπου αντιμετωπίζουν συρρίκνωση, και φυσικά την απειλή του διαδικτύου. Υπογράμμισε ότι δημοσιογραφία με μικρούς προϋπολογισμούς δεν μπορεί να γίνει, όπως και δημοσιογράφος χωρίς ρίσκα και έρευνα δεν ορίζεται. Τάχθηκε υπέρ, όπως και οι περισσότεροι που μίλησαν στη διημερίδα, μιας κρατικής ενίσχυσης για τον Τύπο, τονίζοντας ότι χρειάζονται αυστηρά κριτήρια και διαφάνεια για να μην υπάρξουν φαινόμενα παρέμβασης στην ελευθεροτυπία.

Δεδομένης μιας μακράς περιόδου κρίσης και πτωτικής τροχιάς στον κλάδο των εφημερίδων στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Φιλιππάκης, Πρόεδρος της Δημοκρατικός Τύπος Α.Ε., εκτιμά ότι οι εφημερίδες βρίσκονται σήμερα στην κρισιμότερη, ίσως, καμπή, της ιστορίας τους. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Τα τελευταία τριάντα, τουλάχιστον, χρόνια, η είσοδος στον χώρο του Τύπου επιχειρηματιών που χρησιμοποίησαν τις εφημερίδες ως μέσο προώθησης των συμφερόντων τους, αλλά και η εγκληματική τραπεζική χρηματοδότηση των εκδοτικών επιχειρήσεων, βοήθησαν επαρκώς στην εξόντωσή τους. Δυστυχώς πολιτικοί και εκδότες βάδισαν χέρι-χέρι και οδηγήθηκαν στην απαξίωσή τους από τον Έλληνα πολίτη. Αν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα και αναληφθούν οι ενδεικνυόμενες πρωτοβουλίες, οι εφημερίδες μπορούν να δουν καλύτερες μέρες. Αρκεί ο κλάδος να αντιληφθεί οριστικά ότι προτεραιότητα δεν έχουν τα συμφέροντα του επιχειρηματία, αλλά τα ενδιαφέροντα του αναγνώστη».

Αισιοδοξία φαίνεται να καταγράφει η έρευνα Newspaper & Magazines Publishers Global Market Report 2017 της The Business Research Company, προβλέποντας ανάπτυξη για την παγκόσμια αγορά των εκδόσεων εφημερίδων και περιοδικών για το διάστημα 2018-2022. Όπως επισημαίνει η έρευνα, η ανάπτυξη αυτή θα προέλθει από πολλούς παράγοντες, όπως την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, την αύξηση του εισερχόμενου και εξερχόμενου τουρισμού και τη δημογραφική γήρανση. Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά, η έρευνα περιλαμβάνει τον αυξημένο αριθμό τρομοκρατικών επιθέσεων και την εξάρτηση από την εποχικότητα.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ
Η αλλαγή στο επιχειρηματικό μοντέλο των εφημερίδων, με τα έσοδα από τους αναγνώστες να αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων για τους εκδότες, εδραιώθηκε το 2016, σύμφωνα με την έρευνα World Press Trends 2017 της Παγκόσμιας Ένωσης Εφημερίδων και Εκδοτών Ειδήσεων (WAN-IFRA). Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα φανερώνει ότι οι εκδότες εφημερίδων συνεχίζουν να εστιάζουν στο χτίσιμο πιστού αναγνωστικού κοινού, με βασικό όχημα την υψηλής ποιότητας δημοσιογραφία. Με κάθε μεγάλη πρόκληση να συνοδεύεται και από μια μεγάλη ευκαιρία για τους publishers, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την εμπιστοσύνη. Η δημιουργία πιστού κοινού που θα πληρώνει για την ποιοτική δημοσιογραφία ενός εκδότη φαίνεται να είναι ο μόνος δρόμος ανάπτυξης, με τη σχέση αυτή να οικοδομείται πάνω στη βαθιά εμπιστοσύνη.

Εξετάζοντας πάνω από 70 χώρες, τα ευρήματα της WAN-IFRA φανερώνουν ότι το 56% των συνολικών εσόδων των εφημερίδων προήλθε το 2016 από τις πωλήσεις των κυκλοφοριών (print και digital). Τα παγκόσμια digital έσοδα αυξήθηκαν κατά 28% (YoY) το 2016 και κατά 300% το διάστημα 2012-2016, με την τάση αυτή να συνεχίζεται. Τα έσοδα από τους αναγνώστες αποτελούν το 30% των συνολικών ψηφιακών εσόδων, ενώ τα συνολικά παγκόσμια έσοδα των εφημερίδων κατέγραψαν πτώση 2,1% το 2016 σε σχέση με το 2015, μειωμένα κατά 7,8% τα τελευταία πέντε χρόνια. Το print εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των εσόδων από το αναγνωστικό κοινό και συνεχίζει να αναπτύσσεται, με 3% αύξηση τα τελευταία 5 χρόνια.

Η WAN-IFRA εκτιμά ότι το 2016, το μερίδιο του print στα συνολικά έσοδα ήταν 91,6%, σε σχέση με το 95,1% το 2012. Τα διαφημιστικά έσοδα του print συνέχισαν την πτωτική τους πορεία, μειωμένα κατά 8% σε σχέση με το 2015 και κατά 26,8% την τελευταία πενταετία. Αντίθετα, η digital διαφήμιση αυξήθηκε κατά 5% από το 2015 στο 2016, υπογραμμίζοντας την πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι publishers, όχι μόνο να παράγουν περισσότερα digital έσοδα, αλλά να εφεύρουν και νέα κανάλια εσόδων για να αντισταθμίσουν τις απώλειες του print.

ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Η ποιότητα αποτελεί το σημαντικότερο «όπλο» ενάντια στις προκλήσεις, καθώς οι αναγνώστες πάντα θα την αναζητούν, θα την επιζητούν και θα την επιβραβεύουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γερμανική εφημερίδα Die Zeit, η κυκλοφορία της οποίας αυξήθηκε κατά 60%, φτάνοντας το μισό εκατομμύριο την εβδομάδα, ενώ τα κέρδη τριπλασιάστηκαν. Η Die Zeit κατάφερε να πετύχει τα αποτελέσματα αυτά, επενδύοντας στην ποιότητα, αλλά και ανοίγοντας νέα πεδία για ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, ίδρυσε έξι καινούργια περιοδικά με τη φίρμα της Die Zeit, διαθέτει γραφείο ταξιδίων και ένα κατάστημα όπου πωλούνται οι εκδόσεις της. Προχώρησε στη διεύρυνση των δραστηριοτήτων της, επενδύοντας στο διαδίκτυο, παραμένοντας όμως πιστή στην υπόσχεσή της για ποιότητα, όπως τονίζει χαρακτηριστικά.


Η DIGITAL ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ
Με την καθημερινότητα να ψηφιοποιείται σε όλο και περισσότερες εκφάνσεις της, είναι φυσικό ότι ο κλάδος της ενημέρωσης δεν έχει μείνει ανεπηρέαστος. Όλο και περισσότερες ενημερωτικές ιστοσελίδες ειδησεογραφικού περιεχομένου κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ οι χρήστες ενημερώνονται σε μεγάλο βαθμό για νέα και εξελίξεις από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Πρόκειται για άλλο ένα πλήγμα στον κλάδο των εφημερίδων, οι οποίες διαθέτουν δύο επιλογές: είτε να επενδύσουν στην digital παρουσία τους, είτε να αντισταθούν σε αυτήν.

Στην προσέλκυση συνδρομητών στο digital κομμάτι τους επένδυσαν οι New York Times, με σημαντικές εκπτώσεις στο κόστος συνδρομής και δημιουργώντας περισσότερο ελκυστικά συνδρομητικά πακέτα. Συγκεκριμένα, οι digital subscribers αυξήθηκαν κατά 157.000 το τελευταίο τρίμηνο του 2017, με τη συνολική συνδρομητική βάση να ξεπερνά τα 2,5 εκατ. Τα έσοδα από τα digital-only συνδρομητικά προϊόντα αυξήθηκαν κατά 51,2%, φτάνοντας τα 96,3 εκατ. δολάρια. Στον αντίποδα, το κομμάτι του print των New York Times συνέχισε την πτωτική πορεία, με τα διαφημιστικά έσοδα από το print να μειώνονται κατά 8,4%, τη στιγμή που τα digital διαφημιστικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 8,5% το τέταρτο τρίμηνο του 2017. Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την πτωτική τροχιά, η εταιρεία δεν σκοπεύει να τερματίσει την έντυπη δραστηριότητά της.

Στην Ελλάδα, η digital ενημέρωση περνά μια παρατεταμένη κρίση, η οποία οφείλεται στην έλλειψη επαρκών πόρων για την επιβίωσή της και τη καθιστά ευάλωτη σε κάθε είδους παρέμβαση, σημειώνει σχετικά ο Ιωάννης Φιλιππάκης. «Όπως και διεθνώς έτσι και στην Ελλάδα, η digital ενημέρωση θα κερδίσει την μάχη της αξιοπιστίας μόνο εάν συμπορευθεί με τα επιτυχημένα μοντέλα έκδοσης εφημερίδων. Απλά, η ενημέρωση έχει διαχρονικές αξίες (εγκυρότητα, δεοντολογία κ.ο.κ.) που δεν μεταβάλλονται ανάλογα με το κάθε νέο κανάλι διανομής», καταλήγει.

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΩΝ FAKE NEWS
Μείζον θέμα στον τομέα της ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια αποτελούν τα fake news, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη διάσταση. Στην ημερίδα της ΕΣΗΕΑ, ο Διευθυντής και Πρόεδρος του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, Μιχάλης Ψύλος, αναφέρθηκε στην ιστορία της δραστηριοποίησης των πρακτορείων ειδήσεων και μίλησε για το σύστημα με τα ταχυδρομικά περιστέρια που είχε εγκαινιάσει το 1815 ο Νέιθαν Ρότσιλντ, το οποίο λειτούργησε ως προπομπός των fake news και ουσιαστικά οδήγησε στην ανάγκη ίδρυσης των πρακτορείων ειδήσεων ως αξιόπιστης μεταφοράς των ειδήσεων.

Εν μέσω αυτής της κρίσιμης κατάστασης, οι εφημερίδες «αντεπιτίθενται» με ένα εργαλείο-κλειδί: την αξιοπιστία. Ο Ιωάννης Φιλιππάκης αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι η εφημερίδα παραμένει το εγκυρότερο μέσο ενημέρωσης και ανάλυσης. Και συνεχίζει: «Παρά τα λάθη του παρελθόντος, η αναξιοπιστία των υπόλοιπων μέσων, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στην ταχύτητα και στην προχειρότητα της ενημέρωσης που προσφέρουν, αλλά και στη δραματική μείωση ή μη ύπαρξη δημοσιογραφικού δυναμικού, καθιστούν την εφημερίδα βασικό πυλώνα στην ενημέρωση των πολιτών, στην ανάλυση των ειδήσεων, αλλά και στη δημιουργία αυτού που ονομάζεται “καθημερινή πολιτική ατζέντα”. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που τόσο οι εγχώριες ιστοσελίδες όσο και οι διεθνείς πλατφόρμες εν πολλοίς από τον Τύπο θρέφονται».

ΕΝΘΕΤΑ: ΛΥΣΗ Ή ΠΡΟΒΛΗΜΑ;
Εδώ και πολλά χρόνια, κοινή πρακτική των εκδοτών για να τονώσουν τις πωλήσεις και να προσελκύσουν το αναγνωστικό κοινό είναι να συνοδεύουν τα έντυπά τους με ένθετα και προϊόντα, είτε αυτά είναι ψυχαγωγικού τύπου, είτε ενημερωτικού. Έντυπα με θέμα την εργασία, τηλεοπτικά περιοδικά, περιοδικά μόδας, μουσικά CDs, ταινίες, λογοτεχνικά βιβλία, εγκυκλοπαίδειες σε τόμους, έντυπα με σταυρόλεξα, ακόμα και κουπόνια για αγορές σε σούπερ μάρκετ έχουν «επιστρατευτεί» κατά καιρούς, για να κάνουν πιο ελκυστική την αγορά μιας εφημερίδας.

Πετυχαίνουν όμως τον σκοπό τους; Ή μήπως καταλήγουν να «απαξιώνουν» το αρχικό και βασικό προϊόν, αυτό του ενημερωτικού εντύπου;
Ως πρόβλημα χαρακτηρίζει τα ένθετα αυτά ο Ιωάννης Φιλιππάκης. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον Τύπο είναι η άνευ ορίων “ενίσχυση” των κυριακάτικων-εβδομαδιαίων εκδόσεων με ένθετα ή/και premiums. Με την προϋπόθεση ότι τα ενισχυτικά, της κυκλοφορίας των εφημερίδων, ένθετα έχουν οικονομική λογική, είναι μια απαραίτητη παροχή στον αναγνώστη. Δυστυχώς, τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και αυτή την περίοδο, βιώνουμε μια αλόγιστη “επένδυση” σε ένθετα, βιβλία, cds, κουπόνια κ.ά. που αν και οδήγησαν στην χρεωκοπία μεγάλων συγκροτημάτων, συνεχίζουν να αποτελούν βασική στρατηγική επιλογή πολλών εκδοτών. Κάποτε θα πρέπει να υπάρξει παρέμβαση των αρμόδιων αρχών (π.χ. Επιτροπή Ανταγωνισμού), αφού δεν νοείται να πωλείται “προϊόν” κάτω του κόστους του, που σαν αποτέλεσμα έχει τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά και τη συσσώρευση ζημιών και υποχρεώσεων που τελικά καταλήγουν να επιβαρύνουν τον Έλληνα πολίτη (π.χ. οφειλές σε Τράπεζες, Δημόσιο, Ασφ/κά Ταμεία κ.λπ.). Ελεύθερη οικονομία δεν σημαίνει ανομία».

ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΗΕΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ
«Όπως είναι γνωστό, η πτωτική πορεία των εφημερίδων συνεχίζεται για πάνω από 15 χρόνια, χωρίς σημάδια ανάκαμψης. Ο ανταγωνισμός των ηλεκτρονικών μέσων, λόγω της αμεσότητας στη μετάδοση της είδησης, της εύκολης πρόσβασης του κοινού σε αυτά χωρίς κόστος, αλλά κυρίως η επικρατούσα, λανθασμένη άποψη του αναγνώστη ότι “ενημερώθηκε”, επιτείνουν το πρόβλημα. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΙΗΕΑ από της αναλήψεως των καθηκόντων του αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί σοβαρά και να αναζητήσει λύσεις που θα βοηθήσουν στη διάσωση των εφημερίδων. Καταρχήν μορφοποιεί το πλαίσιο της Ενώσεως, ούτως ώστε να γίνουν τάχιστα μέλη της όλες οι ημερήσιες, αλλά και οι εβδομαδιαίες εφημερίδες.

Παράλληλα, απηύθυνε μία δέσμη προτάσεων προς την Κυβέρνηση για τη στήριξη του κλάδου, όπως γίνεται άλλωστε σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες σε συνεργασία με άλλους φορείς για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, την υποστήριξη μέτρων βοήθειας για την βελτίωση της διανομής, την προβολή της ανάγκης ύπαρξης, αλλά και των πλεονεκτημάτων του γραπτού Τύπου, την προσέλκυση των νέων στην ανάγνωση εφημερίδων κ.ά.»
Νίκος Χατζηνικολάου, Πρόεδρος, Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ)

ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
 Το 56% των συνολικών εσόδων των εφημερίδων διεθνώς προήλθε το 2016 από τις πωλήσεις των κυκλοφοριών (print και digital).
 Τα παγκόσμια digital έσοδα αυξήθηκαν κατά 28% (YoY) το 2016 και κατά 300% το διάστημα 2012-2016.
 Το print εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των εσόδων από το αναγνωστικό κοινό, με 3% αύξηση τα τελευταία 5 χρόνια.
 Τα διαφημιστικά έσοδα του print συνέχισαν την πτωτική τους πορεία, μειωμένα κατά 8% το 2016 και κατά 26,8% την τελευταία πενταετία. Αντίθετα, η digital διαφήμιση αυξήθηκε κατά 5% το 2016.

«ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΩΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟ ΜΕΣΟ»
«Οι εφημερίδες αποτελούν την μοναδική πλατφόρμα έγκυρης ενημέρωσης. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να τις καθιστά απαραίτητες στη διαχείριση της εικόνας των διαφημιζόμενων, όπως άλλωστε συμβαίνει διεθνώς. Στην Ελλάδα δυστυχώς, η απληστία και η προχειρότητα με την οποία κινούνται οι διαχειριστές των διαφημιστικών κονδυλίων, έχουν ουσιαστικά οδηγήσει στον αποκλεισμό τους από τα διαφημιστικά budget. Αυτό δεν σημαίνει πως οι εκδότες ιστορικά είναι άμοιροι ευθυνών και συνεπώς επιβάλλονται πρωτοβουλίες που θα υπογραμμίσουν ξεκάθαρα την αξία του Τύπου ως διαφημιστικό Μέσο».
Ιωάννης Φιλιππάκης, Δημοκρατικός Τύπος Α.Ε.

INSIGHT
Print is dead. Long live Print.
«Στην ιστορία των Μέσων Ενημέρωσης, πιθανότατα δεν έχει υπάρξει πλέον άεναος επικήδειος απ’ αυτόν των εφημερίδων – ενδεχομένως δικαίως, καθώς οι κυκλοφορίες και, κατά συνέπεια, η διαφημιστική απορρόφηση ανά τον Δυτικό κόσμο συρρικνώνεται διαρκώς, ενίοτε με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Η πλειοψηφία των εκδοτών εστιάζει τη προσοχή της πλέον αποκλειστικά στο ψηφιακό προϊόν, επιλέγοντας για το έντυπο μόνο τη συνετή διαχείριση της παρακμής. Κι όμως: το διεθνές περιοδικό Monocle και η βρετανική σατυρική εφημερίδα Private Eye καταγράφουν (εν έτει 2018!) τις υψηλότερες τους κυκλοφορίες – και τούτα είναι απλώς δύο παραδείγματα. Τι συμβαίνει; Στη σημερινή πλημμυρίδα της ενημέρωσης, τα media brands που θα ευημερήσουν είναι αυτά που θα βρίσκονται πλησιέστερα στο μυαλό και στη ψυχή του αναγνώστη τους – αυτά που οδηγούν τον αναγνώστη να συμπληρώνει τη μαγική λέξη «μου» δίπλα στη μάρκα, λ.χ. «Η Καθημερινή μου». Πότε ήταν η τελευταία φορά που το είπατε αυτό; Και ήταν για έντυπο ή για ιστοσελίδα; Ακριβώς».