Η καταγγελία δύο δανείων ιστορικών συγκροτημάτων τύπου που έγινε τις τελευταίες μέρες (80 εκατ. το ομολογιακό δάνειο της Πήγασος και 6,5 εκατ. ευρώ της Ναυτεμπορικής), δεν εξέπληξε κανέναν. Η αγορά εδώ και καιρό περίμενε αυτές τις εξελίξεις, αφού τα συγκροτήματα αυτά είχαν από καιρό καταστεί προβληματικά. Τι θα συμβεί τώρα σε εργαζομένους και τράπεζες;

Οχι καλά πράγματα. Οι μεν τράπεζες είναι προφανές ότι έχουν χάσει τα λεφτά τους (μας). Τα πάγια στοιχεία ενεργητικού των δύο εταιρειών δεν ανταποκρίνονται -με βάση τις αξίες της σημερινής χειμαζόμενης αγοράς- ούτε σε μικρό μέρος των δανείων που χρωστούν. Το σημαντικό όμως είναι ότι δεν έχουν καταρρεύσει οι αξίες μόνο των φυσικών στοιχείων ενεργητικού (κτίρια, εκτυπωτικές και άλλες εγκαταστάσεις κ.λπ.), αλλά προπαντός η άυλη αξία των σχετικών συγκροτημάτων.

Η ταύτιση με τους αναγνώστες, η παρεμβατικότητα των Μέσων στη δημόσια ζωή και τα συστήματα συλλογής και αξιολόγησης πληροφοριών, η άυλη δηλαδή αξία του Τύπου, έχουν συντριπτικά περιοριστεί τα τελευταία χρόνια για ολόκληρο τον Τύπο και για τα δύο συγκεκριμένα συγκροτήματα. Ο Πήγασος ειδικότερα έχοντας κάνει την επιλογή της παθητικής στήριξης, μέσω της βασικής του εφημερίδας, των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών (ανεξαρτήτως κόμματος που κυβερνούσε), έχασε σε σημαντικό βαθμό την ψυχή των αναγνωστών του.

Η αγορά της εφημερίδας έγινε μια απλή συνήθεια, χωρίς συναισθηματική ή πολιτική φόρτιση και η επιρροή στα πολιτικά πράγματα ελαχιστοποιήθηκε. Όταν οι απλήρωτοι εργαζόμενοι άρχισαν τις απεργίες, η πολιτική παρουσία και παρέμβαση της εφημερίδας δεν φάνηκε να έλειψε σε κανέναν. Σε αντίθεση με τον ΔΟΛ, που εξακολουθούσε να διαθέτει κάποιο βαθμό παρεμβατικότητας ακόμα και μετά την αλλαγή της διοίκησης του και βρήκε τελικά νέο ιδιοκτήτη.

Ακόμα λοιπόν κι αν οι τράπεζες βγάλουν στο σφυρί τα στοιχεία ενεργητικού των δύο συγκροτημάτων απαλλαγμένα εντελώς από κάθε υποχρέωση, ακόμα και σε σχέση με τους εργαζόμενους, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βρεθούν ενδιαφερόμενοι να επενδύσουν στο συγκεκριμένο χώρο. Ιδίως στο έντυπο μέρος του. Άλλωστε η εμπειρία από τις νέες εφημερίδες που βγαίνουν τον τελευταίο καιρό είναι απογοητευτική σε σχέση τόσο με τις κυκλοφορίες τους, όσο -προπαντός- σε σχέση με την παρεμβατικότητά τους.

Αν τα μεγάλα site του διαδικτύου και οι πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές αποφασίσουν να σταματήσουν να προβάλουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είναι αμφίβολο αν πάνω από 15% του πληθυσμού θα επηρεάζονται πολιτικά από τον τύπο.
Οι υφιστάμενοι παραδοσιακοί τίτλοι εξακολουθούν ασφαλώς να έχουν πολιτική παρέμβαση και επιρροή. Όμως η επιρροή αφορά το υφιστάμενο κοινό τους και τον πολιτικό κόσμο. Οι νέοι τίτλοι δεν φαίνεται να επιτυγχάνουν καν αυτόν τον περιορισμένο στόχο. Και κάθε φορά που ένας παραδοσιακός τίτλος χάνεται, χάνονται μαζί και οι αναγνώστες του. Ζούμε το τέλος μιας εποχής.