“Το άγιο δισκοπότηρο” για τα μέσα της ελληνικής περιφέρειας ήταν πάντα η πρόβλεψη για την διανομή της κρατικής διαφήμισης σε ποσοστό 70%-30% μεταξύ των μέσων εθνικής εμβέλειας (που περιλαμβάνουν σε ότι αφορά την συγκεκριμένη διάταξη και τα ΜΜΕ Αθήνας και Θεσσαλονίκης) και των περιφερειακών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η εφαρμογή του σχετικού νόμου που έχει μακρά ιστορία -κλείνει φέτος εικοσαετία το σχετικό ΠΔ -, ήταν εντούτοις πάντα εξαιρετικά δύσκολο να αναλυθεί.

Το θυμηθήκαμε αυτό με την ευκαιρία της νιοστής επανάληψης της υπόσχεσης, ότι αυτή τη φορά θα τηρηθεί από την πλευρά της κυβέρνησης η σχετική αναλογία, από τον αρμόδιο υπουργό κ. Παππά. Στην πραγματικότητα η σχετική ρύθμιση ως βασικό εργαλείο ενίσχυσης των περιφερειακών μέσων είναι εδώ και πολύ καιρό εκτός τόπου και χρόνου, για δύο λόγους:

1. Γιατί η εφαρμογή του απαιτεί όχι απλώς ισχυρή βούληση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας (που πάντοτε εκφραζόταν δια δηλώσεων και ποτέ δεν επιβεβαιωνόταν δια πράξεων), αλλά και έναν θηριώδη μηχανισμό ελέγχου της δαπάνης ανά φορέα, που οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν να υπάρχει, για να μπορούν να συναλλάσσονται ευκολότερα και χωρίς να γίνεται αυτό ευρύτερα γνωστό με τα τοπικά και εθνικά ΜΜΕ, ενισχύοντας τα συμπολιτευόμενα και στερώντας πόρους από την κρατική διαφήμιση από τα αντιπολιτευόμενα.

Επιπροσθέτως και οι ίδιες οι διοικήσεις των κρατικών φορέων ήθελαν (και θέλουν) να διατηρούν για λογαριασμό τους τον σχετικό έλεγχο για να μπορούν και σε προσωπικό επίπεδο να συναλλάσσονται με τα ΜΜΕ. Καμία κυβέρνηση δεν είχε και δεν έχει λοιπόν συμφέρον να δημιουργήσει αυτό τον μηχανισμό ελέγχου ή και να επιβάλει στα στελέχη της να δώσουν σε κάποιο κεντρικό μηχανισμό τα σχετικά στοιχεία. Ούτε έχει τη διάθεση να εκθέσει τις διοικήσεις, που ο εκάστοτε κομματικός μηχανισμός διορίζει (και από τα οποία απαιτεί εκπλήρωση πάσης φύσεως ρουσφετιών), λόγω μη τήρησης μιας τυπικής υποχρέωσης.

2. Γιατί η ίδια η κρατική διαφήμιση βαίνει διαρκώς συρρικνούμενη. Εν μέρει γιατί το κράτος δεν έχει λεφτά και εν μέρει γιατί η ιδιωτικοποίηση των κρατικών φορέων και ιδίως αυτών που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή, συρρικνώνει το ίδιο το πεδίο εφαρμογής της διάταξης. Όταν τεραστίου μεγέθους διαφημιζόμενοι έχουν αποχωρήσει πλέον από το δημόσιο τομέα (π.χ. τα τελευταία χρόνια ο ΟΠΑΠ, ο ΟΤΕ, οι τράπεζες) και πολλοί άλλοι θα ακολουθήσουν (π.χ. ΔΕΗ), τι θα απομείνει ως διαφημιστική δαπάνη του ευρύτερου δημόσιου τομέα;

Ταυτόχρονα η ρύθμιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της την τεράστια μετακίνηση της διαφημιστικής δαπάνης από τα παραδοσιακά μέσα προς το διαδίκτυο και προπαντός τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία επιτρέπουν πλέον την πάρα πολύ καλή γεωγραφική στόχευση της διαφημιστικής δαπάνης. Μέσω του Facebook, που έχει πολύ μεγάλη διείσδυση πλέον στην Ελλάδα είναι δυνατόν ο τοπικός φούρνος να διαφημιστεί όχι απλώς στη δική του πόλη (π.χ. Χαλκίδα), αλλά και σε πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες κοινού με δημογραφική και ψυχογραφική στόχευση που κανένα ΜΜΕ -τοπικό ή εθνικό- δεν μπορεί να προσφέρει.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι τα περιφερειακά ΜΜΕ – τα οποία έχουν έναν εξαιρετικά σημαντικό κοινωνικό ρόλο να επιτελέσουν, από δημοσιογραφικής πλευράς, ο οποίος δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε από τα εθνικά μέσα, ούτε από τα κοινωνικά δίκτυα -, πρέπει να ενισχυθούν από την πολιτεία και με άλλους τρόπους, οι οποίοι να ανταποκρίνονται στην σημερινή και αυριανή πραγματικότητα.