«Αδιαφανείς οι στόχοι του ηλεκτρονικού συστήματος διάθεσης διαφημιστικού χρόνου»

«Μετά το νόμο για την αδειοδότηση ενός περιορισμένου αριθμού τηλεοπτικών σταθμών, με όρους και προβλέψεις καταστρατήγησης της συνταγματικής αρχής της οικονομικής ελευθερίας και των αρχών της ελευθερίας των συμβάσεων και του ανταγωνισμού, η κυβέρνηση επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος με ένα εξίσου προβληματικό σχέδιο νόμου για τη σύσταση ενός ‘‘ηλεκτρονικού συστήματος διάθεσης διαφημιστικού χρόνο’’. Οι στόχοι της κυβέρνησης είναι αδιαφανείς, αν και τα δύο νομοθετήματα μαζί επιχειρούν να δημιουργήσουν μία ελεγχόμενη αγορά όπου η ελευθερία εισόδου στον κλάδο θα υπόκειται σε διοικητικούς περιορισμούς εάν δεν απαγορεύεται, και όπου τα ποσοστά κέρδους των συμμετεχόντων θα είναι περιχαρακωμένα (και προστατευμένα) από την έλλειψη ανταγωνισμού, σε έναν -κατά τα άλλα- κλάδο με έντονα χαρακτηριστικά καινοτόμων εφαρμογών που δημιουργούν διαρθρωτικές ασυνέχειες και συνεχείς τεχνολογικές μετεξελίξεις» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ΣΕΒ.

Καταλήγοντας, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι «τα εύλογα επιχειρήματα της ελληνικής αγοράς εστιάζονται στα ακόλουθα σημεία:
•  Καταργείται το δικαίωμα των τηλεοπτικών σταθμών να έχουν τη δική τους εμπορική πολιτική.
•  Καταργείται το δικαίωμα διαπραγμάτευσης των διαφημιζόμενων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη για ΥΕΒ (year-end bonus) ή/και εκπτώσεις επί τιμολογίου.
•  Καταργείται η δυνατότητα καταβολής των αμοιβών από τους τηλεοπτικούς σταθμούς στις διαφημιστικές εταιρείες και τα media shops.
•  Καθίσταται αδύνατη η δημιουργία προϊοντικών διαφημιστικών εκστρατειών δεδομένου του συστήματος δημοπρασιών που σχεδιάζεται.
•  Είναι ανέφικτη η σύναψη συμφωνίας μεταξύ των σταθμών και των διαφημιζόμενων με βάση το CPR (costperrating).
•  Οι χορηγίες, οι τοποθετήσεις προϊόντων καθώς και κάθε άλλη δημιουργική αξιοποίηση των τηλεοπτικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης θα πωλούνται και αυτά υποχρεωτικώς μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, καταργώντας κάθε δυνατότητα για tailor-made προτάσεις και διαφοροποίηση.

Τα επιχειρήματα αυτά είναι απολύτως θεμιτά, ιδίως απέναντι σε πρωτόλειες ιδέες που νομίζουν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν αδόκιμες τεχνολογίες για σκοπούς που μπορούν πολύ πιο εύκολα και με σχεδόν καθόλου κόστος να επιτευχθούν, αν ο στόχος είναι όντως η παρακολούθηση των διαφημιστικών δαπανών και η πάταξη της φοροδιαφυγής, και όχι ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Οι παράγοντες της αγοράς έχουν ήδη προτείνει τη θέσπιση, την αυτορρύθμισή τους, όπως συμβαίνει διεθνώς, τη δημιουργία δηλαδή ενός Joint Industree Committee, στο πλαίσιο αυτοδέσμευσης, το οποίο θα εξασφαλίσει την πληροφόρηση που το κράτος κρίνει αναγκαία για την παρακολούθηση των εσόδων των τηλεοπτικών σταθμών. Εάν ο στόχος, βεβαίως, είναι αλλότριος τότε ακόμη και αυτή η σωστή πρόταση της αγοράς δεν έχει καμία τύχη αποδοχής».