Η απόφαση της Ogilvy να αποχωρήσει από τα Ermis Awards και η ανακοίνωση-πρόταση της Hill + Knowlton για την αναβολή τους, αποτελεί μια πολύ σοβαρή κρίση για την ΕΔΕΕ. Το βάρος των προσώπων που υπογράφουν την επιστολή της Ogilvy σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής διαφήμισης, αλλά και η αναλυτική επιχειρηματολογία η οποία αναπτύσσεται, θέτει προβληματισμούς που ασφαλώς δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Θυμίζουμε ότι η Ogilvy μίλησε μεταξύ άλλων για «διαδικασίες ψηφοφορίας και κριτικές επιτροπές που δεν διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα», για «απουσία διαλόγου ή διαβούλευσης», για την θεσμοθέτηση πρακτικών «όπως ο “κόφτης” στα βραβεία, κάτι που στα διεθνή φεστιβάλ δημιουργικότητας θεωρείται ανάθεμα» και το γεγονός ότι «τα σημαντικότερα βραβεία κρίνονται επί σκηνής ζωντανά, σαν να ’ταν τηλεπαιχνίδι, χωρίς συζήτηση στα πλαίσια των συνεδριάσεων των επιτροπών» που ασφαλώς αποτελούν συγκεκριμένες αιτιάσεις για τη διοργάνωση. Το πιο σοβαρό στοιχείο είναι όμως ότι έλαβε μια πολύ βαριά απόφαση, αυτή της αποχώρησης, που ασφαλώς σκιάζει μια διοργάνωση που από την φύση της απαιτεί ομόφωνη στήριξη και πάνδημη συμμετοχή για να επιτύχει με τον καλύτερο τρόπο τους στόχους και σκοπούς της.

Η ΕΔΕΕ από την πλευρά της απάντησε αναλυτικά υπερασπιζόμενη τις επιλογές της με συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως «επειδή… ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και οι άνθρωποι ηθικά κουρασμένοι από την κρίση, το (σ.σ. ισχύον) σύστημα … τροφοδοτεί σε κάποιο βαθμό καχυποψία και σενάρια διαπλοκής των επιτροπών. Κυρίως, δε, αυτή η καχυποψία προέρχεται από συναδέλφους μας που δεν συμμετέχουν πλέον, ως active δημιουργικοί, στις επιτροπές» και συνεπώς μετά από έρευνα και διαβούλευση αποφάσισε να προχωρήσει στις αλλαγές στα Ermis με την προσθήκη μεταξύ άλλων «με βαρύτητα 1/3 τις ψήφους μιας συλλογικής online επιτροπής στη δεύτερη φάση, η οποία θα αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό βραβευμένων συναδέλφων μας και από το management των βραβευμένων εταιρειών».

Δεν θα μπούμε εδώ στην ουσία της διαμάχης. Θα θυμίσουμε όμως ότι ιστορικά η διαφήμιση κατάφερε να ξεχωρίσει ως κλάδος χάρη σε διαδικασίες που θεσμοθετήθηκαν δεκαετίες πριν -όπως αυτή της αυτοδέσμευσης σε ό,τι αφορά τη διαφημιστική δεοντολογία- και κατέκτησαν σταδιακά και με την πάροδο του χρόνου την εμπιστοσύνη όχι μόνο του ίδιου του κλάδου, αλλά και της τόσο καχύποπτης έναντι θεσμών του ιδιωτικού τομέα, ελληνικής πολιτείας. Οικοδομήθηκε έτσι ένα σημαντικό κοινωνικό κεφάλαιο, του οποίου το κύριο συστατικό – όπως λέει και η σύγχρονη οικονομική και κοινωνική θεωρία που αφορά τους θεσμούς- είναι η εμπιστοσύνη.

Η εμπιστοσύνη συμπληρώνει τους νομικούς κανόνες και τις δημοκρατικές διαδικασίες, διαμορφώνοντας διαχρονικούς θεσμούς, που αποτελούν το άυλο αλλά καταλυτικό απόκτημα των αναπτυγμένων χωρών και -στην περίπτωσή μας- των αναπτυγμένων οικονομικών κλάδων σε μια χώρα. Με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών αυτό το πολύτιμο αγαθό, η εμπιστοσύνη, έχει σαφώς πληγεί και ο κλάδος πρέπει με πολλή σοβαρότητα να βρει τρόπο να ξεπεραστεί η συγκεκριμένη κρίση πριν η πληγή γίνει βαθύτερη και από κάποιες πλευρές ανεπανόρθωτη.

Δεν είναι δική μας δουλειά να προτείνουμε πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί, μια αυτό που μπορούμε να προσφέρουμε και να διασφαλίσουμε, ένα φόρουμ ψύχραιμου δημοσίου διαλόγου, δεν είναι κατ’ ανάγκην το ζητούμενο στην παρούσα φάση. Ο δημόσιος διάλογος και ιδίως ο γραπτός, δεν είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για τη γεφύρωση διαφορών και την επικράτηση πνεύματος συμβιβασμού και καταλλαγής. Το μόνο που μπορούμε είναι να συστήσουμε να επικρατήσει το πνεύμα αυτό από όλες τις πλευρές μέσα από την συνάντηση και την επικοινωνία, με πρωτοβουλία όσων έχουν την θεσμική ευθύνη για την πορεία του κλάδου. Πριν τα πράγματα γίνουν χειρότερα και η ζημιά πάρει δομικό χαρακτήρα.