Εάν σας έλεγαν ότι υπάρχει χώρα η οποία διαθέτει 120 και πλέον ημερήσιες περιφερειακές εφημερίδες, περισσότερες από 100 εβδομαδιαίες, περίπου 100 τηλεοπτικούς και 900 ραδιοφωνικούς σταθμούς, σίγουρα δεν θα σκεφτόσασταν την Ελλάδα.
Κι όμως, είναι η Ελλάδα. Σκεφθείτε τώρα, ότι η εικόνα αυτή υφίσταται σήμερα, μετά από 10 και πλέον χρόνια οικονομικής κρίσης, που – υποτίθεται – θα ξεκαθάριζε το σκηνικό. Το επόμενο εύλογο ερώτημα είναι «πως επιβιώνουν τα μέσα αυτά, σε μια τόσο μικρή χώρα, σε μια τόσο μικρή αγορά, που ακόμα βιώνει συνθήκες οικονομικής ύφεσης;».
Η απάντηση είναι πως ούτε η αγορά, ούτε το κοινό μπορούν να τα συντηρήσουν. Οπότε, ποιος μένει για να καλύψει το κενό; Το κράτος. Πόσο υγιές είναι αυτό; Καθόλου! Αυτό δείχνει η ιστορία, αφού τα περισσότερα από τα παραπάνω μέσα συντηρούνται από αμφιλεγόμενες, ασκούμενες κατά καιρούς, δημόσιες πολιτικές και τα κατά τόπους οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Εάν αυτό δεν είναι ο ορισμός της διαπλοκής και της αδιαφάνειας, τότε τι είναι;
Σαφώς και το κράτος πρέπει να παρακολουθεί τη λειτουργία της αγοράς και να παρεμβαίνει με τα θεσμοθετημένα του όργανα όταν διαπιστώνονται «παραδοξολογίες». Και φυσικά πρέπει να υπάρχουν κρατικές πολιτικές ενίσχυσης των μέσων αυτών. Ωστόσο είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουν όλοι ότι οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να κινούνται σε αναπτυξιακή λογική και όχι σε λογική επιδότησης, λογική που «τρέφει» την διαπλοκή.
Ένα σημαντικό βήμα προς την σωστή κατεύθυνση ήταν η δημιουργία του Μητρώου Περιφερειακού Τύπου, το οποίο υποτίθεται ότι θέτει κάποιες προϋποθέσεις και όρους υπό τους οποίους θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτό τα ενδιαφερόμενα μέσα ώστε να λαμβάνουν κρατική ενίσχυση. Ωστόσο οι προϋποθέσεις και οι όροι αυτοί θέτουν ουσιαστικά τον πήχη εισδοχής πολύ χαμηλά, τόσο χαμηλά που πλέον δεν έχει κανένα νόημα η ύπαρξη του Μητρώου! Το συμπέρασμα είναι ότι πολλές φορές ξεκινάμε από την σωστή αφετηρία, ωστόσο στη διαδρομή χάνουμε την κατεύθυνση. Πλέον όμως, ο κόμπος έφτασε στο χτένι και δεν υπάρχουν περιθώρια λαθών…