Η προεκλογική περίοδος των εθνικών εκλογών από πλευράς διαφήμισης είναι ίσως η πλέον απαρατήρητη των τελευταίων είκοσι ετών. Τα σποτ παίζονται στα κανάλια, αλλά σχεδόν κανείς δεν φαίνεται να τους δίνει ιδιαίτερη σημασία, αν και το αποτέλεσμά τους, που μένει να φανεί στις 7 Ιουλίου, θα καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Παρ’ όλα αυτά μπορεί κανείς να βγάλει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα ακόμα και τώρα για τις διαφορετικές φιλοσοφίες και στρατηγικές των κομμάτων και κυρίως των δύο μεγάλων, που έχουν παραδοσιακά και τις περισσότερο οργανωμένες εκστρατείες. Θα ξεκινήσουμε από τη νικήτρια των ευρωεκλογών Νέα Δημοκρατία. Ως τώρα έχει βγάλει στην τηλεόραση μόλις δύο σποτ (ένα στο οποίο αναπτύσσει το κεντρικό της θέμα και ένα για την ασφάλεια και την προστασία των συνόρων).

Την ίδια τακτική ακολούθησε και στις εκλογές της 26ης Μαΐου στις οποίες προτίμησε μικρό αριθμό σποτ δίνοντας έμφαση στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στη συγκεκριμένη θεματολογία της εκστρατείας της (ανάπτυξη, φόροι, δουλειές, ασφάλεια). Στην πραγματικότητα αν δει κανείς την φιλοσοφία των σποτ της οι εθνικές εκλογές είναι μια συνέχεια των ευρωεκλογών.

Σχεδόν κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει την μια εκστρατεία από την άλλη. Κάτι που της επιτρέπει να αθροίζει επικοινωνιακά τα μηνύματά της, που είναι από πλευράς διαφημιστικής εκστρατείας σχεδόν αποκλειστικά θετικά. Μια δεύτερη παρατήρηση σε σχέση με την συγκεκριμένη εκστρατεία είναι ότι απευθύνεται ταυτόχρονα και στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στο κέντρο, με μηνύματα γενικώς αποδεκτά σε λογικό επίπεδο, με έντονους συμβολισμούς που επίσης απευθύνονται στη μεγάλη πλειοψηφία του κοινού και μουσική ουδέτερη που απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα.

Είναι προφανές ότι ο στρατηγικός της σχεδιασμός στηρίχθηκε στη διαπίστωση της απόρριψης του ΣΥΡΙΖΑ από την μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης (από το 65%-70% με βάση τις προ των ευρωεκλογών δημοσκοπήσεις) και στόχευσε αποκλειστικά στο κοινό αυτό επιδιώκοντας να βελτιώσει τη δική της εικόνα και αδιαφορώντας για την εικόνα του αντιπάλου.

Η επικοινωνία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στις ευρωεκλογές και πολύ περισσότερο στις εθνικές εκλογές δοκιμάστηκε από τα άλυτα στρατηγικά διλήμματα που παρουσίαζε η δημοσκοπική εικόνα του πριν ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία. Αν θα έπρεπε να κάνει δηλαδή μια εκστρατεία με βάση το έργο του, ή μια καθαρά αρνητική εκστρατεία για να χτυπήσει τη Νέα Δημοκρατία. Στις ευρωεκλογές η απάντηση που έδωσε ήταν να προσπαθήσει να συνδυάσει τα δύο, ακυρώνοντας όμως σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά τους.

Ο λόγος ήταν απλός. Το έργο της κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα είχε πολύ χαμηλή δημοσκοπική αποδοχή. Έτσι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συνδύαζε τις επιθέσεις της ΝΔ, με το έργο του -όπως π.χ. έκανε με το σποτ για τις συντάξεις- υπονόμευε ο ίδιος την πειστικότητα του μηνύματός του, αφού έβαζε στο ίδιο σποτ πολιτικό λόγο που μπορούσε να έχει υψηλή αποδοχή (π.χ. την επίθεση στη ΝΔ σε κοινωνικά θέματα), με πολιτικό λόγο με πολύ χαμηλή αποδοχή (το δικό του έργο), που δυσαρεστούσε και αποπροσανατόλιζε τους ψηφοφόρους, σε σχέση με το μήνυμά του.

Μετά την ήττα των ευρωεκλογών η θέση του ΣΥΡΙΖΑ στρατηγικά έγινε ακόμα πιο δύσκολη αφού έχει πλέον μηδενική παράσταση νίκης και μια πρόσφατη ηχηρή αποδοκιμασία. Το έργο του δεν μπορεί πλέον να το υπερασπιστεί αφού έχει πρόσφατα αποδοκιμαστεί και οι επιθέσεις στη ΝΔ έγιναν ήδη στην προηγούμενη εκλογή και δεν έχουν πλέον την ίδια αποτελεσματικότητα.

Η στρατηγική απάντηση που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην δεύτερη αυτή εκστρατεία είναι να απευθυνθεί στο δικό του πολύ σκληρό πυρήνα με μεγάλο αριθμό σποτ που αφορά όμως μικρές ομάδες πληθυσμού και δεν λέει τίποτε ή ακόμα και απωθεί σημαντικά τμήματα του εκτός ΣΥΡΙΖΑ εκλογικού σώματος που ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ και προέρχεται από το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ. Φεμινίστριες, ΛΟΑΤΚΙ, κινήματα δικαιωμάτων κ.λπ., έχουν τον πρώτο λόγο στη συγκεκριμένη εκστρατεία.

Τα αποτελέσματα θα τα δούμε σε λίγες μέρες. Το βέβαιο είναι ότι όταν θα τελειώσουν οι εκλογές θα θυμόμαστε πολύ περισσότερο από πλευράς διαφημιστικής τις ευρωεκλογές παρά τις εθνικές που ακολούθησαν.